Μετά την αναβολή της επίσκεψης στην Άγκυρα του Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών, Δημήτρη Δρούτσα, ύστερα από τις συνεχιζόμενες διελεύσεις των τουρκικών πλοίων στο Αιγαίο και την πολυσέλιδη διαμαρτυρία υπόμνημα του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών στο τουρκικό ΥΠΕΞ, ήταν με πρωτοβουλία της Τουρκίας ο καθορισμός νέας ημερομηνίας επίσκεψης εργασίας του κ. Δρούτσα στην Τουρκική πρωτεύουσα και συνάντησή του με τον Τούρκο ομόλογό του Αχμέτ Νταβούτογλου την Τετάρτη 7 Απριλίου.
Βασικό θέμα συζήτησης η επίσκεψη του Πρωθυπουργού της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν, στην Αθήνα στα τέλη Μαΐου, αλλά και οι «εκλογές» στη Βόρεια Κύπρο στις 18 Απριλίου.
Στην ατζέντα των συνομιλιών είναι από πριν καθορισμένο να συζητηθεί το Κυπριακό και κυρίως το θέμα των διαπραγματεύσεων, καθώς η τουρκική πλευρά επιμένει ότι οι απευθείας διαπραγματεύσεις Δημήτρη Χριστόφια –Μεχμέτ Αλί Ταλάτ είναι η τελευταία ευκαιρία για επίλυση του προβλήματος.
Οι δύο Υπουργοί εξωτερικών, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, θα ασχοληθούν με θέματα που έχει ήδη επεξεργαστεί η «κατευθυντήρια επιτροπή Ελλάδας-Τουρκίας» σε επίπεδο πολιτικών διευθυντών και αφορούν στην οικονομία, το εμπόριο, την ενέργεια, το περιβάλλον και την συνεργασία στην αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών.
Πιο σημαντικό όμως είναι το θέμα των μεταφορών και του τουρισμού και ιδιαίτερα το θέμα της απλοποίησης της βίζας που αποτελεί πάγιο αίτημα της τουρκικής πλευράς και ιδιαίτερα για τους κατοίκους των παραλίων του Αιγαίου που ή απαίτηση βίζας δυσκολεύει την επίσκεψή τους στα Ελληνικά νησιά.
Ιδιαίτερα σημαντικό επίσης είναι ότι για πρώτη φορά ύστερα από πολύ καιρό επανέρχεται το θέμα του ορισμού της υφαλοκρηπίδας και οι δύο Υπουργοί Εξωτερικών θα συζητήσουν, αλλά και θα προβούν σε ανακοινώσεις, για τις δυνατότητες επανεκκίνησης των διερευνητικών επαφών για τον ορισμό της.
Τέλος σε συνέντευξή του σε κυριακάτικη εφημερίδα ο Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών κ. Δρούτσας τονίζει ότι: «Δεν φοβόμαστε θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο με την κλιμακούμενη Τουρκική προκλητικότητα, αλλά είμαστε έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο. Το θέμα είναι ότι όταν σε τόσο περιορισμένο χώρο υπάρχει έντονη στρατιωτική δραστηριότητα, τόσο ποιο πολύ αυξάνονται οι πιθανότητες ατυχήματος. Και σ’ αυτό το ενδεχόμενο ο καθένας πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του».