Ο αγώνας κατά της τρομοκρατίας περιέλαβε και έναν διαφορετικού είδους πόλεμο, που διενεργήθηκε όχι με όπλα αλλά με κάμερες παρακολούθησης, κομπιούτερ και επιθέσεις σε τραπεζικούς λογαριασμούς υπόπτων για τρομοκρατία.
Ο Μάθιου Λήβιτ είναι διευθυντής του αντιτρομοκρατικού προγράμματος στο Ινστιτούτο Ουάσιγκτον για θέματα Μέσης Ανατολής. Λέει: «Χτυπώντας τα μέσα χρηματοδότησης τρομοκρατικών ενεργειών πετύχαμε να διαταράξουμε τις δραστηριότητες τους εναντίον μας».
Μετά την 11η Σεπτεμβρίου κατέστη σαφές πως οι τρομοκράτες χρειάζονταν κάτι παραπάνω από φανατική ιδεολογία για να επιδοθούν σε νέες επιθέσεις. Αμερικανικές υπηρεσίες άρχισαν τότε να χτενίζουν ότι στοιχεία συγκέντρωναν, να παρακολουθούν ταξιδιωτικές συνήθειες, ηλεκτρονικές επικοινωνίες και τις μετακινήσεις χρημάτων. Κατά τον Μάθιου Λήβιτ:
«Συχνά κάτι σημαίνει όταν δέχεται κάποιος χρήματα. Μπορεί να είναι για τον ίδιο ή αυτός να χρησιμεύει ως μεσάζων για κάτι πιο σπουδαίο. Μέσω τραπεζικών και άλλων δοσοληψιών βλέπεις από πού ξεκίνησε η διακίνηση κάποιου ποσού και που καταλήγει».
Για να μπορούν να επιδίδονται αποτελεσματικά σε τέτοια παρακολούθηση οι ΗΠΑ συγκρότησαν ειδική υπηρεσία μέσα στο Υπουργείο Οικονομικών στην Ουάσιγκτον. Ο Στιούαρτ Λέβυ έχει διατελέσει διευθυντής της υπηρεσίας αυτής. Μας είπε:
«Το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ είναι το μόνο στον κόσμο που διαθέτει υπηρεσία αντικατασκοπείας. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι τα στοιχεία που συλλέγει η υπηρεσία αυτή είναι εξαιρετικά βάσιμα».
Λόγου χάριν η υπηρεσία διαπίστωσε ότι τα ποσά με τα οποία χρηματοδοτήθηκαν οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, κάπου μισό εκατομμύριο δολάρια, είχαν σταλεί μέσω τραπεζών Ευρώπης και Μέσης Ανατολής στους τρομοκράτες που περίμεναν στις ΗΠΑ.
Χρησιμοποιώντας πληροφορίες από τράπεζες οικονομικών δεδομένων οι Ηνωμένες Πολιτείες πάγωσαν τα περιουσιακά στοιχεία ατόμων και ομάδων με γνωστές διασυνδέσεις με τρομοκρατικές οργανώσεις. Έτσι επίσης εντοπίσουν και συνέλαβαν αργότερα μέλη της Αλ Κάϊντα, όπως τον θρυλικό Χαμπάλι, εγκέφαλο της επίθεσης στο Μπαλί, το 2002.
Όμως η πιο μεγάλη επιτυχία στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας επιτεύχθηκε τον Μάϊο 2011, με τον φόνο του Οσάμα Μπίν Λάντεν από αμερικανούς κομάντος σε ιδιωτικό συγκρότημα στο Πακιστάν. Αρμόδιοι παράγοντες λένε πως πληροφορίες από τους κομπιούτερ που κατασχέθηκαν κατά την επιδρομή εκείνη δείχνουν ότι η Αλ Κάϊντα αντιμετωπίζει σοβαρές οικονομικές δυσκολίες. Σύμφωνα με τον Στιούαρτ Λέβυ:
«Ο Οσάμα ήταν χαρισματικός ηγέτης. Ήταν σημαντικός για την εξασφάλιση των πόρων που χρειάζονταν η Αλ Κάϊντα, για την στράτευση νέων μελών της, και για την διατήρηση της ενότητάς της. Ο θάνατός του ήταν μια πολύ σημαντική εξέλιξη στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας, αλλά δεν εξουδετέρωσε την απειλή».
Κι αυτό γιατί οι τρομοκρατικές οργανώσεις συνεχώς προσαρμόζονται σε νέες καταστάσεις. Ορισμένες στρέφονται σε απαγωγές και λαθρεμπόριο ναρκωτικών για να εξασφαλίσουν κονδύλια λειτουργίας. Και όταν τα χρήματά τους εξαντλούνται, τότε επιδίδονται σε μικρότερες και λιγότερο δαπανηρές επιθέσεις. Για να τερματιστεί η δράση αυτή απαιτούνται συστηματικότερη παρακολούθηση διακινήσεων χρημάτων, συνεχής επαγρύπνηση και στενότερη διεθνής συνεργασία για πολλά ακόμη χρόνια.
Για την αποτροπή νέων τρομοκρατικών κρουσμάτων έχουν εφαρμοστεί την τελευταία δεκαετία αυστηρά μέτρα ασφάλειας στα αεροδρόμια των ΗΠΑ.
Ορισμένα από τα μέτρα αυτά είναι επίμαχα, αλλά ταξιδιώτες όπως ο Μπομπ Ντιμπόης τα θεωρούν απαραίτητα. «Είναι κάτι που χρειαζόμαστε στις μέρες μας. Ποτέ δεν ξέρεις τι θα συμβεί, τι μπορεί να κάνει κάποιος. Τα χρειαζόμαστε λοιπόν αυτά τα μέτρα».
Ο Όσκαρ Ντελ Καστίγιο συμφωνεί αλλά όχι απόλυτα. Λέει: «Ορισμένες διαδικασίες δεν μου αρέσουν, όπως λ.χ. η πλήρης σωματική έρευνα. Αλλά καταλαβαίνω την σπουδαιότητά τους».
Η Αμίνα Κουάζι είναι δικηγόρος του Συμβουλίου Αμερικανο-Ισλαμικών Σχέσεων. Διαμαρτύρεται πως τα μέτρα ασφάλειας στοχεύουν μουσουλμάνους.
Κατά την κ. Κουάζι: «Σε κάθε ταξίδι μου με ξεχωρίζουν και περνώ εξονυχιστικό έλεγχο επειδή φορώ μαντίλι στο κεφάλι».
Πολλοί Μουσουλμάνοι βλέπουν τους εαυτούς τους ως θύματα διακρίσεων. Ένα τέμενος τους έξω από το Σαν Ντιέγκο αντιμετώπισε διαμαρτυρίες από τους κατοίκους της περιοχής για τα σχέδιά του να επεκταθεί. Και υπέρμαχοι ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπέβαλαν μήνυσαν το FBI καταγγέλλοντας ότι έβαλε πληροφοριοδότες να παρακολουθούν Μουσουλμάνους. Το FBI δεν σχολίασε την καταγγελία αλλά είπε ότι αναλαμβάνει δράση όταν υποπτεύεται παράνομες δραστηριότητες και ενεργεί πάντα με προσήλωση σε αυστηρούς κανόνες.
Ο Στήβεν Μαρτίνεζ, του γραφείου του FBI στο Λος Άντζελες παρατηρεί πως η Αμερική παραμένει ανοιχτή κοινωνία αλλά ο κίνδυνος τρομοκρατίας είναι υπαρκτός. Και προσθέτει: «Εάν θέλουμε να παραμείνουμε ελεύθεροι θα είμαστε πάντα τρωτοί σε τόπους μεγάλων λαϊκών συγκεντρώσεων, όπως πάρκα, θέατρα και αγορές. Τέτοια μέρη, που προσφέρονται για θεαματικές επιθέσεις, είναι πολύ δύσκολο να προφυλαχτούν πλήρως».
Αναλυτές λένε πως οι Αμερικανοί πρέπει να συνηθίσουν να ζουν με μέτρα ασφάλειας τα οποία όμως να θεσπίζονται με γνώμονα τον σεβασμό των δικαιωμάτων όλων των πολιτών.
Το τέταρτο τμήμα του ρεπορτάζ «11η Σεπτεμβρίου -10 Χρόνια Μετά» εξετάζει το πως είδε ο Μουσουλμανικός κόσμος την αντίδραση της Αμερικής στις τρομοκρατικές επιθέσεις της μέρας εκείνης.
Τα άρθρα του αφιερώματος
«11η Σεπτεμβρίου – 10 Χρόνια Μετά»
Ηλεκτρονικός πόλεμος και μέτρα ασφάλειας