Μια μέρα στην Αθήνα είχα τελειώσει όλες μου τις δουλειές και σεργιανούσα σαν ξέγνοιαστος τουρίστας τα σοκάκια της Πλάκας ψάχνοντας για μικρά αναμνηστικά δώρα για την οικογένειά μου και για μερικούς στενούς φίλους εδώ στη Ουάσιγκτον. Σε κάποια βιτρίνα μαγαζιού με απομιμήσεις κλασσικών έργων τέχνης το μάτι μου έπεσε πάνω σε ένα, όπως έμοιαζε να είναι, μουσειακό αντίτυπο αρχαιοελληνικής κύλικας με μια αφάνταστα εντυπωσιακή, σε χρώματα και εκτέλεση, ζωγραφική παράσταση.
Η αγγειογραφία στην εσωτερική επιφάνεια αυτού του κομψού κι ευγενικού ποτηριού, του οποίου το πλάτος δεσπόζει του βάθους, έδειχνε ένα πλοίο, κάτι σαν τριήρη, με φουσκωμένα από τον αέρα πανιά, μέσα από τα οποία είχε ξεφυτρώσει και αναδύονταν προς τα σύννεφα μια κληματαριά με μεγάλα κρεμαστά τσαμπιά σταφύλια και γύρω από αυτήν, τόσο στη θάλασσα όσο και στον ουρανό, ήταν ζωγραφισμένα τεράστια ψάρια. Τι δουλειά έχει ένα αμπέλι μέσα σε μια βάρκα και γιατί ψάρια έχουνε ανθρώπινες διαστάσεις και βρίσκονται έξω από το νερό δεν ήξερε να μου πει ο μαγαζάτορας που πούλαγε το κεραμικό έργο. Παρόλα αυτά, του ζήτησα να μου το τυλίξει και το πήρα μαζί μου γιατί για ένα πράγμα ήμουνα βέβαιος ότι, είτε επρόκειτο στα αλήθεια για πιστό αντίγραφο του ιστορικού πρωτότυπου είτε όχι, έπρεπε οπωσδήποτε να το αποκτήσω.
Χρόνια αργότερα, ένας ιστορικός της τέχνης, ο Aaron J. Paul, απο το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, εμφανίστηκε σαν από μηχανής Θεός και εξήγησε όλα τα στοιχεία της περίφημης αγγειογραφίας του Εξηκίου, ένα φθηνό αντίτυπο της οποίας, όπως έμαθα, είχα αγοράσει σε εκείνο το Πλακιώτικο σεργιάνι μου. Σύμφωνα με τον διακεκριμένο ιστορικό, το πλοίο που απεικονίζεται στην κύλικα με τις δύο λαβές στο πλάι ήτανε του Διονύσου που πιάστηκε μέσα σε αυτό δεσμώτης από πειρατές σε κάποια ώρα που κοιμότανε βαθιά. Όταν ξύπνησε και κατάλαβε τι είχε συμβεί ο Διόνυσος πήρε την μορφή άγριου λιονταριού έτοιμου να επιτεθεί και να κατασπαράξει τους τριγύρω του. Οι πειρατές έντρομοι άρχισαν να πέφτουν στη θάλασσα για να γλιτώσουνε τη ζωή τους.
Έναν-έναν που έπεφτε ο Διόνυσος τον μετέτρεπε αμέσως σε δελφίνι πριν καν αγγίξει την επιφάνεια του νερού. Γι αυτό και υπάρχουνε μερικά ψάρια έξω από τη θάλασσα στην αγγειογραφία. Είναι οι πειρατές που έγιναν δελφίνια μόλις εγκατέλειψαν το κατάστρωμα του σκάφους. Οι αρχαίοι πίστευαν επίσης ότι ο ίδιος μύθος εξηγεί και πως η Μεσόγειος απέκτησε τα δελφίνια που έχει. Όσο για την κληματαριά στο πλοίο, κι αυτήν την έφτιαξε ο Διόνυσος επειδή ήθελε να έχει κρασί να πίνει στις μέρες που θα βρίσκονταν εν πλω.
Η ιστορία της αγγειογραφίας του Εξηκίου δεν είναι παρά μια μόνον από τις πολλές συναρπαστικές ιστορίες της Ελληνικής Μυθολογίας που αφηγήθηκε ο Aaron J. Paul στα πλαίσια πρόσφατης διάλεξής του στην Ελληνική Πρεσβεία της Ουάσιγκτον. Θέμα της διάλεξης ήτανε οι Ελληνικοί Αμφορείς και Κρατήρες που είναι διακοσμημένοι με παραστάσεις εμπνευσμένες από την λατρεία του Διονύσου και από την καθημερινή ζωή στην Αρχαία Ελλάδα.
Προκειμένου να το αναπτύξει ο ομιλητής παρουσίασε πρώτα στο κοινό του αυτόν τον ίδιο τον Διόνυσο, δίδοντας λεπτομέρειες της μυθικής ζωής του που έδειχναν ότι ο θεός του κρασιού και της διασκέδασης ήτανε όχι μόνο μια από τις σπουδαιότερες μορφές την οποία έπλασε η φαντασία του αρχαίου Ελληνικού κόσμου αλλά και μια από τις μεγαλύτερες πηγές έμπνευσης του κόσμου εκείνου για την δημιουργία του αρχαιοελληνικού πνεύματος στο σύνολό του.
Ειδήμονες και μη μέσα στο ακροατήριο γοητεύτηκαν στο άκουσμα της επικρατέστερης από τις παραδόσεις σχετικά με τη γέννηση του Διονύσου, που τον θέλει να είναι καρπός του έρωτα ανάμεσα στον Ολύμπιο Δία και σε μια από τις κόρες του Κάδμου, τη Σεμέλη. Ορισμένοι μάλιστα φάνηκε να διασκεδάζουν αφάνταστα από τον συναρπαστικό τρόπο με τον οποίο ο ομιλητής περιέγραψε την μοιραία έκκληση της Σεμέλης προς τον θείο εραστή της να εμφανιστεί μπροστά της με όλη του την ουράνια μεγαλοπρέπεια κι εκείνος ανταποκρινόμενος προσήλθε στο μυστικό ραντεβού τους κουβαλώντας μαζί του βροντές και κεραυνούς, ένας από τους οποίους έπεσε κι έκαψε κατά λάθος την άτυχη θνητή.
Ευθυμία συνεπήρε το κοινό και με την αφήγηση της εξέλιξης του μύθου, όταν ο ομιλητής περιέγραψε πως μετά το ατύχημά της η φλεγόμενη Σεμέλη κατάφερε καθώς ξεψυχούσε να γεννήσει όπως-όπως, έστω πρόωρα, τον Διόνυσο τον οποίο παρέλαβε αμέσως ο Δίας και τον τοποθέτησε σε μια σχισμή του μηρού του για να τον ξαναγεννήσει ο ίδιος αργότερα, όταν ολοκληρώθηκε ο απαιτούμενος χρόνος της κύησης. Το χειροκρότημα που ακολούθησε ήταν θερμό κι ενθουσιώδες.
Η διάλεξη του Aaron J. Paul αποτέλεσε ουσιαστικά ένα «παράθυρο στο παρελθόν» μέσα από το οποίο είδαμε την καθημερινότητα των Ελλήνων της κλασσικής αρχαιότητας, τη συνύπαρξη την οποία φαντάζονταν ότι είχανε με τους θεούς του Ολύμπου, που οι ίδιοι πλάσανε στο νου τους, τις συνήθειές τους, τα συμπόσια και τα μυστήρια που τελούσαν για να ευχαριστήσουνε θεία και εαυτούς, τους τρόπους με τους οποίους διασκέδαζαν και χαίρονταν απολαύσεις της ζωής, όπως την κατανάλωση μιας κούπας καλού κρασιού.
Μάλιστα χάρις σε μια σειρά από εύστοχες ερωτήσεις που έκανε στο τέλος της διάλεξης η Κόνυ Μουρτουπάλα, από το γραφείο του Πρέσβη, η οποία επιμελήθηκε όλες τις λεπτομέρειες της εκδήλωσης, δόθηκε η ευκαιρία στον ομιλητή να πει και μερικές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για τα χρώματα των αρχαίων αγγείων, τις διάφορες ποικιλίες του πηλού, από τις οποίες προσδιορίζονταν η γυαλάδα των χρωμάτων, την τεχνοτροπία που χρησιμοποιούνταν για την ζωγραφική των παραστάσεων και τέλος τους λίγους εκείνους ανθρώπους της αρχαιότητας που είχανε την δυνατότητα να αγοράζουν τέτοιου είδους σπάνια έργα τέχνης.
Γιατί το φτιάξιμο ενός θαυμαστού αμφορέα ή κρατήρα, διακοσμημένου με παραστάσεις από τη μυθολογία ή την καθημερινή ζωή, ήταν υπόθεση πολλών ωρών δουλειάς για ένα καλλιτέχνη της εποχής κι ως εκ τούτου στοίχιζε ακριβά. Μόνον λίγοι, οι πιο εύποροι, μπορούσαν να τα αποκτήσουν. Οι υπόλοιποι χρησιμοποιούσανε στην καθημερινή ζωή σκεύη μονόχρωμα, ανθεκτικά και πρακτικά. Με απλά λόγια, όπως συμβαίνει στις μέρες μας έτσι και στην Αρχαία Ελλάδα, μερικοί ψώνιζαν τα σκεύη τους από αγορές σαν την Νέημαν Μάρκους κι άλλοι από μαγαζιά αντίστοιχα των Τάργκετ.
Την διάλεξη πλαισίωσε φωτογραφικό υλικό που προήλθε κυρίως από το Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστόνης και το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης.
Την πρωτοβουλία για την εκδήλωση είχε η Francoise Mallias που, σαν σύζυγος του Πρέσβη της Ελλάδας στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι ευαισθητοποιημένη στην σπουδαιότητα που έχει η προβολή του Ελληνικού πολιτισμού στην Αμερική. Αλλά ήταν ο Πρέσβης Αλέξανδρος Μαλλιάς ο οποίος ανέβηκε στο βήμα κι ευχαρίστησε επίσημα τον Aaron J. Paul για την παρουσίαση. Ο κύριος Μαλλιάς συνδύασε την διάλεξη της βραδιάς με την Έκθεση Φωτογραφιών Συλλογής Ελληνικών Αρχαιοτήτων του Μουσείου Καλών Τεχνών της Βοστώνης που εγκαινιάστηκε με εξ ίσου μεγάλη επιτυχία στην Ελληνική Πρεσβεία της Ουάσιγκτον πριν λίγες ημέρες. Για την έκθεση αυτή όμως θα μιλήσουμε σε ξέχωρο ρεπορτάζ μας.