ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ

Oι συνέπειες των τρομοκρατικών επιθέσεων


Επιμέλεια: Β. Βουτσινά

Πέντε χρόνια πέρασαν, από τότε που οι ΗΠΑ δέχθηκαν την φονικότερη τρομοκρατική επίθεση στην ιστορία τους, ενώ πολλαπλές ήταν οι συνέπειες αυτού του πλήγματος σε εσωτερικό και διεθνές επίπεδο.

Στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, αεροπειρατές-τρομοκράτες οδήγησαν 4 αμερικανικά επιβατικά αεροσκάφη κατά αμερικανικών στόχων. Το πρώτο και το δεύτερο αεροσκάφος έπεσαν πάνω στους δίδυμους πύργους του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου στη Νέα Υόρκη, το τρίτο έπληξε το κτίριο του Πενταγώνου στην Ουάσινγκτον, ενώ ένα τέταρτο, χάρη στην γενναιότητα των επιβατών του, συνετρίβη σε αγροτική περιοχή της Πενσυλβάνια. Περίπου 3,000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους εκείνη τη μέρα. Το ίδιο βράδυ, ο πρόεδρος Μπούς δήλωνε στο κατάπληκτο έθνος: «Σήμερα, αγαπητοί συμπολίτες, ο τρόπος ζωής μας, η ίδια μας η ελευθερία υπέστη επίθεση με μία σειρά φονικών και καλά σχεδιασμένων τρομοκρατικών ενεργειών. Τα θύματα βρίσκονταν μέσα σε αεροπλάνα ή στα γραφεία τους. Γραμματείς, επιχειρηματίες, στρατιωτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι, μητέρες και πατέρες, φίλοι και γείτονες. Χιλιάδες ζωές χάθηκαν ξαφνικά, από σατανικές και απαίσιες τρομοκρατικές πράξεις».

Οι έρευνες που ακολούθησαν, έδειξαν ότι η ακραία ισλαμική οργάνωση αλ Κάιντα, υπό τον ηγέτη της Οσάμα μπιν Λάντεν, ευθύνονταν γι αυτές τις τρομοκρατικές επιθέσεις. Και οι 19 αεροπειρατές ήταν από την Μέση Ανατολή και μάλιστα και οι 15 ήταν Σαουδάραβες.

Ο πρώην υπουργός Αμυνας των ΗΠΑ, Ουίλλιαμ Κόεν, δηλώνει ότι οι επιθέσεις έμοιαζαν με απότομο ξύπνημα από βαθύ ύπνο: "Μπήκαμε ξαφνικά σε μία εποχή κατά την οποία η τρομοκρατία διασταυρώνεται με την τεχνολογία, πράγμα που συνεπάγεται απειλές που κάποτε δεν μπορούσε να συλλάβει ο νούς του ανθρώπου, ενώ τώρα αποτελούν μέρος της καθημερινότητας μας. Λειτουργούσαμε κάτω από την ψευδαίσθηση ότι προστατευόμαστε από τους δύο ωκεανούς και από την στρατιωτική μας ισχύ», είπε ό κ. Κόεν.

Αναλυτές δηλώνουν ότι οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου συσπείρωσαν τη χώρα, βάζοντας κατά μέρος πολιτικές διαμάχες.

Όμως, ο Τίμ Ρόμερ, μέλος της επιτροπής που διερεύνησε τις τρομοκρατικές επιθέσεις, δηλώνει ότι σήμερα, 5 χρόνια αργότερα, αυτή η ενότητα έχει σχεδόν εξαφανιστεί.

«Αυτή είναι μία από τις μεγάλες τραγωδίες της 11ης Σεπτεμβρίου," λέει ο κ. Ρόμερ. "Εκείνη την εποχή, το 90% των Αμερικανών στάθηκε στο πλευρό του προέδρου Μπούς στις μέρες μετά τις επιθέσεις. Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί--γιατί δεν είχαμε Δημοκρατικούς ή Ρεπουμπλικανούς που σκοτώθηκαν τη μέρα εκείνη, είχαμε μόνο Αμερικανούς. Σήμερα όμως αντιμετωπίζουμε έναν απ’ τους σοβαρότερους πολιτικούς διχασμούς στην ιστορία της χώρας μας».

Ο κ. Ρόμερ και πολλοί άλλοι επιρρίπτουν ευθύνες γι’ αυτή την έλλειψη ενότητας σ’ ολόκληρο τον πολιτικό μηχανισμό των ΗΠΑ. Και στα δύο κόμματα, στο Κογκρέσο και την εκτελεστική εξουσία.

Πάντως, η Ντανιέλ Πλέτκα, του American Enterprise Institute επισημαίνει ότι η πολιτική τοποθέτηση αποτελεί σημαντικό συστατικό της αμερικανικής πολιτικής ζωής. «Ο κόσμος αγαπά τους διαπληκτισμούς," λέει η Κα Πλέτκα. "Αγαπά την επιχειρηματολογία, καθώς και τις βαθιές διχογνωμίες. Δεν μπορώ να πώ στα σίγουρα γιατί, ίσως αποτελεί μέρος του αμερικανικού πνεύματος. Πάντως έτσι είναι».

Μετά τις επιθέσεις αυτές, ο πρόεδρος Μπούς εξαπέλυσε τον παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Πέντε χρόνια αργότερα, ο πόλεμος συνεχίζεται.

Πρώτος στόχος των ΗΠΑ στάθηκε το Αφγανιστάν, όπου το καθεστώς των Ταλιμπάν υπέθαλπε την αλ Κάιντα και τον Οσάμα μπιν Λάντεν. Οι υπό αμερικανική ηγεσία συμμαχικές δυνάμεις εκδίωξαν τους Ταλιμπάν, όμως ο Οσάμα μπιν Λάντεν παραμένει ασύλληπτος και πιστεύεται ότι κρύβεται σε απόμακρη ορεινή περιοχή μεταξύ Αφγανιστάν και Πακιστάν.

Ο παγκόσμιος πόλεμος κατά της τρομοκρατίας αποτέλεσε και ένα απ’ τα κύρια επιχειρήματα για την εκδίωξη από την εξουσία του τέως ηγέτη του Ιράκ, Σαντάμ Χουσεΐν. Όμως, τα γεγονότα απέδειξαν ότι δεν υπήρχαν διασυνδέσεις του Σαντάμ Χουσεΐν με τους διοργανωτές των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου.

O Χουάν Κόουλ, καθηγητής ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν δηλώνει ότι ο πόλεμος στο Ιράκ έχει ενισχύσει και διευρύνει τον αντιαμερικανισμό σε διεθνές επίπεδο. Όπως λέει: «Με τον πόλεμο του Ιράκ, οι ΗΠΑ αύξησαν σημαντικά τον αριθμό των πιθανών αντι-αμερικανών τρομοκρατών και όχι μόνο σε μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Ο πόλεμος αυτός ήταν και είναι ιδιαίτερα αντιδημοφιλής σ’ όλο τον κόσμο και θεωρείται από πολλούς έγκλημα, το οποίο προκαλεί τεράστια οργή και εχθρότητα για τις ΗΠΑ».

Όπως τονίζει ο κ. Κόουλ και άλλοι μελετητές, η διεθνής καλή θέληση προς τις ΗΠΑ που επικράτησε μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου έχει σχεδόν εξανεμισθεί, εξαιτίας του πολέμου στο Ιράκ.

Οι επιθέσεις του 2001 επέφεραν όμως και άλλες αλλαγές στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Τα μέτρα ασφάλειας στα αεροδρόμια έχουν ενταθεί. Πάνω από 20 κυβερνητικές υπηρεσίες συγχωνεύθηκαν και σχημάτισαν το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας. Νέα νομοθετήματα διεύρυναν τις δικαιοδοσίες των σωμάτων ασφάλειας εντός της χώρας, νομοθετήματα που επικρίθηκαν από πολλούς, που θεωρούν ότι τα μέτρα αυτά παραβιάζουν το προσωπικό απόρρητο των πολιτών, όμως η κυβέρνηση Μπούς χαρακτηρίζει τα μέτρα απαραίτητα.

Ο τέως υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Ουίλλιαμ Κόεν, δηλώνει λέει ότι η ισορροπία μεταξύ της προστασίας του έθνους από την τρομοκρατία και της προστασίας των βασικών δημοκρατικών ελευθεριών των πολιτών αποτελεί ευαίσθητη υπόθεση. Οπως είπε: «Θα πρέπει η κυβέρνηση να διαθέτει τα προσωπικά και απόρρητα στοιχεία του καθενός μας; Είναι αυτό κάτι που μας οδηγεί ολοένα και περισσότερο σε ένα Οργουελλικό εφιάλτη; Πού πρέπει να τεθούν τα όρια;», αναρωτιέται ο κ. Κόεν.

Οι ΗΠΑ δεν έχουν ξαναδεχτεί τρομοκρατική επίθεση στο έδαφός τους μετά τις 11 Σεπτεμβρίου του 2001 και η κυβέρνηση χρησιμοποιεί το γεγονός αυτό σαν απόδειξη της επιτυχίας της. Όμως οι ειδικοί πιστεύουν ότι ο κίνδυνος δεν έχει μειωθεί, ότι οι κυβερνητικές υπηρεσίες πρέπει να συνεχίσουν να επαγρυπνούν και ότι ο αμερικανικός λαός δεν πρέπει να επιτρέψει στον εαυτό του να αισθανθεί εφησυχασμένος, καθώς φθίνουν με το πέρασμα του χρόνου οι μνήμες της 11ης Σεπτεμβρίου.

XS
SM
MD
LG