Παρά τους φόβους που είχαν εκφραστεί, για τις συνέπειες της μεγάλης διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων από τις 10 νέες χώρες δεν επηρέασε τις εθνικές αγορές εργασίας και την ευρωπαϊκή αγορά γενικότερα. Αυτό διαβεβαιώνει η έκθεση απολογισμού των δύο τελευταίων ετών, του αρμοδίου για την απασχόληση επιτρόπου κ. Σπίντλα, που υιοθέτησε η Eυρωπαϊκή Eπιτροπή, η οποία και τάχθηκε υπέρ της άρσης των περιορισμών στην αγορά εργασίας που είχαν τεθεί για τις 8 νέες χώρες εκτός της Κύπρου και της Μάλτας.
Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, η έκθεση Σπίντλα αναφέρει ότι το ποσοστό των εργαζομένων από τις νέες χώρες δεν ξεπερνά το 1% του συνόλου των απασχολουμένων. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της Γιουροστάτ για το εργατικό δυναμικό, σε 4.086.100 εργαζόμενους στην Ελλάδα, απασχολούνται 13.100 Ρουμάνοι, 18.500 Βούλγαροι και 10.500 Πολωνοί, χωρίς να έχουν βεβαίως καταμετρηθεί οι Αλβανοί, αφού η Αλβανία δεν είναι υποψήφια χώρα.
Στην Κύπρο, εξ άλλου, σε 300.500 εργαζόμενους, 14.000 είναι Έλληνες, 3.900 Βρετανοί και 2000 Βούλγαροι.
Στην έκθεση επισημαίνεται ότι στην Ιρλανδία, Βρετανία και Σουηδία που η αγορά εργασίας στους υπηκόους των νέων κρατών μελών ήταν ελεύθερη από το Μάιο του 2004, δεν σημειώθηκε ιδιαίτερα μεγάλη εισαγωγή εργαζομένων. Σ' αυτό το παράδειγμα μάλιστα θεωρείται οτι θα στηριχθεί και ο Πρόεδρος της Επιτροπής κ. Μπαρόζο για να πείσει το Συμβούλιο στην ερχόμενη πρώτη επανεξέταση του θέματος σε δύο μήνες.
Μέσα όμως στο 2006 – δύο χρόνια μετά την ένταξη – τα κράτη μέλη που εφάρμοζαν τους περιορισμούς μετακίνησης εργαζομένων για την πρώτη διετία, θα πρέπει ή να αφήσουν πλέον ελεύθερη την διακίνηση ή να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή τους λόγους για τους οποίους κρίνουν απαραίτητο να θέσουν περιορισμούς στην αγορά εργασίας τους και να τους παρατείνουν για επιπλέον τρία χρόνια.