Η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, παρά τις εκκλήσεις των τελευταίων ημερών προς τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν κατάφερε να εξασφαλίσει την έγκριση των Υπουργών Εξωτερικών στις Βρυξέλλες που θα της έδιναν το πράσινο φως για να πάρει το χρίσμα της υποψήφιας για ένταξη χώρας από το Συμβούλιο Κορυφής, την ερχόμενη Πέμπτης. Η Γαλλία ήταν αυτή που εμπόδισε την λήψη απόφασης, καθώς εμμένει στην άποψή της ότι δεν είναι κατάλληλη η εποχή για να συζητηθεί μια περαιτέρω διεύρυνση της Ένωσης, καθώς ούτε οι θεσμικοί ούτε οι οικονομικοί όροι έχουν υλοποιηθεί.
Το θέμα θα συζητηθεί ξανά στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αλλά για την ελληνική πλευρά, που εκπροσωπήθηκε από τον Υπουργό Εξωτερικών κ. Μολυβιάτη και τον Υφυπουργό κ. Βαληνάκη, και που εμμένει στο ζήτημα εξεύρεσης κοινά αποδεκτής λύσης για το όνομα, ο προεδρεύων του Συμβουλίου βρετανός υπουργός κ. Στρόκ έκανε δήλωση που γράφτηκε στα πρακτικά, ότι η μόνη αποδεκτή για την Ένωση ονομασία της χώρας αυτής μέχρι την επίλυση του προβλήματος θα είναι Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών πάντως δήλωσε σχετικά οτι, «η Ελλάδα θα λάβει την απόφασή της στα πλαίσια της ευρύτερης στρατηγικής της για τα Βαλκάνια και η χώρα αυτή θα χρειαστεί στην προσπάθειά της και την στήριξη της χώρας μας».
Το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων όμως που προετοίμασε την Σύνοδο Κορυφής δεν κατάφερε να καταλήξει σε καμιά συμφωνία για τα δημοσιονομικά. Η βρετανική προεδρία ανέβαλε για τη Τρίτη τις νέες προτάσεις. Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Μπαρόζο, σε συνέντευξη τύπου που παραχώρησε , δήλωσε ότι απηύθυνε επιστολή προς όλους τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων να αποκτήσουν τη βούληση και την σύνεση ώστε να καταλήξουν σε συμφωνία για τον προϋπολογισμό του 2007-2013, συμφωνία που κρίνεται αναγκαία και επείγουσα. Ο κ. Μπαρόζο παρουσιάζοντας ορισμένες προτάσεις θεώρησε ότι η μείωση του βρετανικού τσέκ λίγο περισσότερο, θα βοηθούσε να ξεμπλοκάρει την συμφωνία, ενώ ζητά στην επιστολή του από την βρετανική προεδρία να κάνει μια σημαντική αύξηση των συνολικών δαπανών για την Ένωση και μια πιο δίκαιη κατανομή για τα νέα κράτη μέλη.