Σε ειδική τελετή που έγινε στη Νέα Υόρκη απενεμήθησαν τα Διεθνή Βραβεία Δημοσιογραφικής Ελευθερίας για το 2005. Ποιοι τιμήθηκαν με τα επίζηλα αυτά βραβεία και γιατί εξετάζει το εβδομαδιαίο μας τηλεοπτικό ρεπορτάζ.
KEIMENO ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Στους τιμημένους με τα φετινά Διεθνή Βραβεία Δημοσιογραφικής Ελευθερίας περιλαμβάνονται συνάδελφοι από την Κίνα, τη Βραζιλία και το Ουζμπεκιστάν. Τους επέλεξε η λεγόμενη Οργάνωση για την Προστασία των Δημοσιογράφων, η οποία τιμά κάθε χρόνο άτομα που υπερασπίστηκαν την Ελευθερία του Τύπου κάτω από αντίξοες συνθήκες.
Η πρόεδρος της οργάνωσης, Αν Κούπερ, επισημαίνει πως η σημερινή εποχή είναι πολύ επικίνδυνη για άτομα του κλάδου. Για παράδειγμα, λέει, δημοσιογράφοι που εργάζονται σε χώρες όπως το Ιράκ, η Ρωσία και οι Φιλιππίνες περιοδικά κατηγορούνται για συνεργασία με εχθρούς, καταδιώκονται, απάγονται ή και δολοφονούνται. Οι ιστορίες των ανθρώπων αυτών την συγκλονίζουν και την εμπνέουν. Κατά την έκφρασή της, «τους θαυμάζω γιατί συνεχίζουν το δημοσιογραφικό τους έργο κάτω από τόσο μεγάλους κινδύνους».
Τον περασμένο Μάιο, κυβερνητικά στρατεύματα στο Ουζμπεκιστάν άνοιξαν πυρ εναντίον διαδηλωτών στην πόλη Αντιζάν. Η δημοσιογράφος Γκαλίνα Μπουκαρμπαέβα, έπαιρνε συνεντεύξεις από τους διαδηλωτές όταν οι στρατιώτες άρχισαν να πυροβολούν. Μια από τις σφαίρες πέρασε μέσα από τη τσάντα της τρυπώντας το σημειωματάριό της και τη δημοσιογραφική της ταυτότητα. Όπως είπε η ίδια: «Ποτέ στη ζωή μου δεν φοβήθηκα τόσο πολύ όσο εκείνη την ημέρα».
Κατά την κυβέρνηση του Ουζμπεκιστάν ο απολογισμός του επεισοδίου ήταν 169 θύματα, αλλά ανεξάρτητες πληροφορίες αναφέρουν πως μέχρι και 1000 διαδηλωτές σκοτώθηκαν στη γνωστή έκτοτε ως «σφαγή της Αντιζάν». Λόγω της δημοσιογραφικής της δράσης, που εξέθεσε απολυταρχικές μεθόδους διακυβέρνησης του Ουζμεπιστάν, η κ. Μπουκαρμπαέβα, χαρακτηρίστηκε προδότης από τις αρχές της χώρας της κι αναγκάστηκε να την καταλείψει. Τώρα ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το βραβείο Δημοσιογραφικής Ελευθερίας που της απενεμήθη τώρα ενισχύει την αποφασιστικότητά της να συνεχίσει να αγωνίζεται για το δικαίωμα των πολιτών της χώρας της να έχουν σωστή ενημέρωση.
Αποδεχόμενη την τιμητική διάκριση που της έγινε, η κ. Μπουκαρμπαέβα είπε μεταξύ άλλων: «Δίχως ανεξάρτητη ενημέρωση δεν μπορεί να αναπτυχθεί μια κοινωνία. Δίχως αντικειμενική πληροφόρηση οι πολίτες δεν ξέρουν τι συμβαίνει. Εάν εμείς οι δημοσιογράφοι αδρανήσουμε τίποτα δεν θα αλλάξει στον κόσμο».
Όμως ο Κινέζος δημοσιογράφος Σί-Τάο, που μίλησε για αλλαγή και πολιτική μεταρρύθμιση κατά την επέτειο των επεισοδίων στην Πλατεία Τιένενμεν του Πεκίνου, καταδικάστηκε σε δεκαετή φυλάκιση. Κατά την Άμπι Ράητ, εκπρόσωπο της Οργάνωσης για Προστασία των Δημοσιογράφων, ο Σί Τάο κατηγορήθηκε ότι «διέδωσε κρατικά μυστικά στο εξωτερικό» αλλά στην πραγματικότητα το μόνο που έκανε ήταν ότι «έγραψε κι έστειλε ένα ηλεκτρονικό μήνυμα σε κάποιον στη Νέα Υόρκη.»
Η Κίνα φυλάκισε το περασμένο δωδεκάμηνο 42 δημοσιογράφους, κυρίως για άρθρα που κυκλοφόρησαν μέσω του Ίντερνετ. Σύμφωνα με την Άμπι Ράητ, οι Κινεζικές αρχές προσπαθούν να επιβάλουν έλεγχο στην πληροφόρηση μέσω του διαδικτύου. Λέει: «Οι Κινέζοι θέλουνε τα οικονομικά και τα εμπορικά οφέλη του Ίντερνετ αλλά φοβούνται τη δυνατότητα που το μέσο αυτό παρέχει για την ανάπτυξη ανεξάρτητου τρόπου σκέψης και δημοσιογραφίας στη χώρα».
Άλλοι που τιμήθηκαν με τα φετινά Βραβεία Δημοσιογραφικής Ελευθερίας είναι ο Λούσιο Φλάβιο Πίντο, αρχισυντάκτης Βραζιλιανής εφημερίδας που αποκάλυψε στοιχεία για κυβερνητική διαφθορά στη χώρα του, και η Βεατρίκη Μέτουα, δικηγόρος που εργάζεται για την προώθηση της ελευθερίας του τύπου στη Ζιμπάμπουε.
Επίσης, Βραβείο Δημοσιογραφικής Ελευθερίας απενεμήθη μεταθανατίως και στον Αμερικανό τηλεπαρουσιαστή Πήτερ Τζένινγκς για την από μέρους του κάλυψη μεγάλων διεθνών εξελίξεων στον σχεδόν μισό αιώνα της δημοσιογραφικής καριέρας του.