ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ

Βαλίτσες με δώρα και αναμνήσεις 


Μέρος Έκτο και τελευταίο του οδοιπορικού «5 + 1 Μέρες στην Ελλάδα» που παρουσιάστηκε σε έξι συνέχειες. Τα σημειώματα της σειράς είναι παρμένα από το προσωπικό ημερολόγιο του συγγραφέα και περιέχουν εντυπώσεις και παρατηρήσεις του από ένα ταξίδι που έκανε πρόσφατα στην Ελλάδα.

Τον Επιτάφιο του Περικλέους είχα να τον διαβάσω από τα χρόνια του θρανίου. Η μελέτη του ήταν υποχρεωτική άσκηση που μας είχε βάλει ο δάσκαλος όταν μας μάθαινε για το Θουκυδίδη και τα ιστορικά συγγράμματά του. Ύστερα από κάπου τέσσαρες δεκαετίες στο εξωτερικό, τα μόνα που θυμόμουνα από τον Επιτάφιο ήτανε πως είχε γραφτεί λίγο μετά τη λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου για να τιμήσει τη μνήμη των Αθηναίων πολεμιστών που έπεσαν μαχόμενοι ενάντια στους Σπαρτιάτες και ότι έπρεπε, αν ήθελα να προβιβαστώ και να περάσω στην επόμενη τάξη, να αποστηθίσω, ή να παπαγαλίσω όπως λέγαμε σαν είρωνες νέοι τότε, ένα-δύο τμήματά του, γραμμένα βέβαια στα αρχαία Ελληνικά, που για να είμαι ειλικρινής δεν τα καταλάβαινα και πολύ καλά.

Το ταξίδι που έκανα πρόσφατα στην Αθήνα, μαζί με συναδέλφους από άλλα εκτός Ελλάδας μέσα μαζικής ενημέρωσης, έδωσε την ευκαιρία να γεμίσω μερικά κενά στη θύμηση μου. Σε μια ξενάγηση που μας έγινε στη Βουλή των Ελλήνων, ο Αντιπρόεδρός της, Σωτήρης Χατζηγάκης, μας δώρισε σαν αναμνηστικό από ένα αντίτυπο μιας ειδικής έκδοσης της Βιβλιοθήκης της Βουλής, που περιέχει τον Επιτάφιο του Περικλέους στο αρχαιοελληνικό πρωτότυπο και σε Αγγλική μετάφραση.

Το ίδιο βράδυ, σαν ξάπλωσα να ξεκουραστώ, έπιασα να φυλλομετρήσω το κομψό βιβλιαράκι με την πρόθεση να διαβάσω λίγο από αυτό μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Μα σαν άρχισα το διάβασμα γίνονταν όλο και πιο δύσκολο να το εγκαταλείψω. Ολόκληρο το δημοκρατικό πολίτευμα για το οποίο περηφανεύεται σήμερα η Δύση περιγράφεται με εκπληκτικές λεπτομέρειες στον επικήδειο λόγο που εκφώνησε ο Περικλής το 431πΧ. Το ότι με συνάρπασε σε τέτοιο βαθμό και με κράτησε άυπνο μέχρι που άρχισαν να χαϊδεύουν το παράθυρό μου οι πρώτες αχτίδες του ήλιου, ήτανε κάτι που εξέπληξε ακόμα και εμένα τον ίδιο. Αλλά η μεγαλύτερη έκπληξη που δοκίμασα ήταν σαν άκουσα την επομένη από πέντε άλλους συναδέλφους ότι και αυτοί πέρασαν το βράδυ τους κατά τον ίδιο τρόπο.

Εκτός από το έντυπο αναμνηστικό της Βουλή πήραμε κι άλλα δωράκια από τους κύκλους με τους οποίους ήρθαμε σε επαφή. Μας τα έδωσαν, όπως είπαν, για να τους θυμόμαστε. Ανάμεσά τους ήταν δύο μπουκάλες κρασί, μία λευκό και μία κόκκινο, από την Αχαία, ένα ούζο από το Πλωμάρι της Λέσβου, ένα βαζάκι μέλι Αττικής, που λέγεται ότι συσκευάστηκε ακριβώς όπως βγήκε από την κυψέλη, λίγα γραμμάρια εμφιαλωμένο παρθένο ελαιόλαδο από τη Σητεία της Κρήτης και ένα πιστό αντίγραφο μικρού αγάλματος, ύψος 8-10 εκατοστών, από τη συλλογή του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης. Προσθέσαμε σε αυτά αρκετά σουβενίρ που ψωνίσαμε από τα μαγαζιά της Πλάκας για συγγενείς και φίλους στις χώρες διαμονής μας καθώς επίσης και τα δωράκια που αρκετοί δημοσιογράφοι ανταλλάξαμε μεταξύ μας, κυρίως δημοσιευμένα έργα μας και στυλό με το λογότυπο του καναλιού ή του οργανισμού που εκπροσωπούσαμε. Οι βαλίτσες και οι χειραποσκευές με τις οποίες φθάσαμε στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» την μέρα της αναχώρησής μας από την Αθήνα ήτανε γεμάτες Ελλάδα. Τόσο γεμάτες που για να κλείσουνε χρειάστηκε να καθίσουμε επάνω τους για λίγο.

Ακόμα πιο πολλές ήτανε οι όμορφες αναμνήσεις που πήραμε από την όλη φιλοξενία. Δεν αναφέρομαι μόνο στη φιλοξενία των φορέων που μας κάλεσαν. Από αυτούς περιμέναμε λίγο πολύ ότι κάτι θα έκαναν για να είναι η παραμονή μας ευχάριστη αν και ομολογουμένως οι περιποιήσεις τους ξεπέρασαν κάθε προσδοκία. Εξ ίσου εγκάρδια όμως ήτανε και η φιλοξενία που μας προσφέρθηκε από απλούς άγνωστους ανθρώπους με τους οποίους ήρθαμε σε επαφή εντελώς τυχαία.

Δεν θα ξεχάσω για παράδειγμα έναν κλητήρα στο στούντιο της ΕΡΤ-3 στην οδό Μουρούζη, όπου είχα πάει μαζί με τη συνάδελφο Πέννυ Αδαμοπούλου, από το Αμερικανικό τηλεοπτικό κανάλι Σι-Μπι-Ες, για να συμμετάσχουμε σε μια ζωντανή τηλεοπτική εκπομπή που εξέταζε, μεταξύ άλλων, την επίσκεψη της δημοσιογραφικής μας ομάδας στην Αθήνα. Θέλαμε από ένα ποτήρι νερό να το έχουμε μαζί μας στο στούντιο μια και η εκπομπή θα κράταγε 90 λεπτά. Ζητήσαμε από τον κλητήρα να το παραγγείλει για μας από το κυλικείο με την πρόθεση να πληρώναμε αργότερα τον καφετζή όταν θα μας το έφερνε, στην επόμενη βόλτα του προς τη μεριά του στούντιο.

Αλλά εκείνη την ημέρα το κυλικείο ήτανε κλειστό και ο καλός μας κλητήρας, προφανώς θέλοντας να μη δημιουργήσει σε μας τους ξένους καμία αρνητική εντύπωση για το σταθμό του, μας το απέκρυψε και πήγε κατ ευθείαν στο τέρμα ενός διαδρόμου όπου υπήρχε ένα μηχάνημα με αναψυκτικά, έριξε σε αυτό μερικά κέρματα, και πήρε για μας δύο μπουκάλια νερό. Όταν συνειδητοποιήσαμε το τι γινόταν τρέξαμε να τον ευχαριστήσουμε και να τον αποζημιώσουμε για τη δαπάνη που έκανε. Αλλά με κανένα τρόπο δεν δέχονταν να πάρει πίσω τα χρήματα που ξόδεψε. Θυμάμαι ακόμα τα λόγια του: «Μα τι λετε; Εσείς είστε προσκεκλημένοι μας σε αυτό το σταθμό, κι εμείς δεν θα σας προσφέρουμε ούτε ένα νερό;»

Με τη φούρια της εκπομπής δεν συγκράτησα το όνομα του κι όταν τελείωσε το πρόγραμμα εκείνος είχε πια φύγει. Έτσι στη θύμησή μου παρέμεινε μόνο σαν ο κλητήρας της εισόδου αριθμός 4 στη οδό Ρηγίλλης, από την οποία, μη ρωτάτε γιατί επειδή δεν το ξέρω, μπαίνουνε όσοι χρησιμοποιούνε το στούντιο της οδού Μουρούζη.

Η συνάδελφος από τη Νέα Υόρκη και εγώ συμφωνήσαμε πως ο άνθρωπος αυτός και οι τόσοι άλλοι ανώνυμοι σαν κι αυτόν που, συχνά πυκνά, χωρίς υστερόβουλες σκέψεις, χωρίς τυμπανοκρουσίες και ξέροντας ότι δεν θα έχουνε καμία ανταπόδοση, αναλαμβάνουνε την πρωτοβουλία και προβιβάζονται, έστω κι ανεπίσημα, σε πρεσβευτές της Ελλάδας, με μοναδική επιδίωξη να βγάλουνε ασπροπρόσωπη την Ελλάδα, είναι και η ψυχή της Ελλάδας. Πάνω τους μπορούνε να στηρίζονται βάσιμα οι ελπίδες πως μερικές από τις αρετές για τις οποίες φημίζεται ο τόπος, η φιλοξενία, η εξυπηρέτηση, η ευγένεια και η καλοσύνη, θα ζούνε για πάντα στην Ελλάδα.

Φωτογραφίες: Αφροδίτη Σάλας

Στιγμιότυπο 1. Τζων Μάνγκος, τηλεπαρουσιαστής του Σκάη Νιούζ Αυστραλίας, ο Τζωρτζ Ποπ, αρχισυντάκτης της Ελβετικής ραδιοφωνίας και η Ιωάννα Δημητρίου, δημοσιογράφος της εφημερίδας Ζίουα Ρουμανίας σε μια ξέγνοιαστη στιγμή στην Αθήνα.

Στιγμιότυπο 2. Η Αφροδίτη Σάλας, τηλεπαρουσιάστρια του Γκλόμπαλ Νιούζ Καναδά και η Πέννυ Αδαμοπούλου, παραγωγός ειδήσεων του Αμερικανικού τηλεοπτικού καναλιού Σι-Μπι-Ες ψωνίζουν σε ένα κατάστημα τα δώρα που θα πάρουνε μαζί τους από την Ελλάδα στην άλλη μεριά του Ατλαντικού.

XS
SM
MD
LG