Μέρος Πέμπτο του οδοιπορικού «5 + 1 Μέρες στην Ελλάδα» που παρουσιάστηκε σε έξι συνέχειες. Τα σημειώματα της σειράς είναι παρμένα από το προσωπικό ημερολόγιο του συγγραφέα και περιέχουν εντυπώσεις και παρατηρήσεις του από ένα ταξίδι που έκανε πρόσφατα στην Ελλάδα.
Οι 32 από τους 40 Ελληνικής καταγωγής δημοσιογράφους των ξένων Μ.Μ.Ε., που περάσαμε πρόσφατα λίγες ημέρες στην Αθήνα, αποδεχτήκαμε με ενθουσιασμό μια πρόταση η οποία μας έγινε να ολοκληρώσουμε την επίσκεψή μας στην Ελλάδα με μια μονοήμερη περιήγηση στην Ύδρα, ύστερα από το κλείσιμο του κύκλου των επαφών μας στην πρωτεύουσα. Η πρόταση άρεσε και στους άλλους 8, που όμως δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν, μερικοί λόγω προγενέστερα ανειλημμένων επαγγελματικών υποχρεώσεων και οι υπόλοιποι γιατί έπρεπε να γυρίσουνε στις χώρες τους λίγο νωρίτερα από ότι προέβλεπε το πρόγραμμα.
Κατεβήκαμε λοιπόν πρωί-πρωί στον Πειραιά και από κάποιο σημείο της Ακτής Μιαούλη μας παρέλαβε ένα Ιπτάμενο Δελφίνι που μας μετέφερε ταχύτατα στην ιδιαίτερη πατρίδα ξακουσμένων μορφών της Ελληνικής Επανάστασης και αρκετών από τους πιο επιφανείς πολιτικούς που γνώρισε η σύγχρονη Ελλάδα. Δεν βλέπαμε την ώρα και τη στιγμή να φτάσουμε στην Ύδρα και να περιπλανηθούμε στο φυσικό σκηνικό που σοφά διάλεξε ο Ζυλ Ντασσέν για το γύρισμα της αξέχαστης ταινίας «Φαίδρα», στις αρχές της δεκαετίας 1960. Μας πήρε μόνο 75 λεπτά για το ταξίδι αυτό που στα χρόνια της πρώτης μου νιότης τα τότε ταχύπλοα βαπόρια του Σαρωνικού, Νεράιδα και Πίνδος, χρειάζονταν 4 ώρες για να το κάνουν.
Περπατώντας στην προκυμαία και βλέποντας τα φρεσκοσοβατισμένα αρχοντικά του νησιού, τα μικρομάγαζα με τα λογής-λογής έργα τέχνης, τα καφενεδάκια με τα τραπέζια τους αραδιασμένα μέχρι τη θάλασσα, τους ντόπιους να σκοτώνουνε την ώρα παίζοντας τάβλι και πίνοντας ούζο, το παλιό μεγάλο ρολόι της παραλίας κάτω από το οποίο δίνονται ακόμα τα ραντεβού, τα γαϊδουράκια που σεργιανίζουνε ακούραστα ανθρώπους και πραμάτειες από τη μια άκρη του λιμανιού στην άλλη, τους αγωγιάτες που με ένα φτυάρι και μια σκούπα στο χέρι καθαρίζουνε συνεχώς τις κοπριές των ζώων και φροντίζουνε να διατηρούνται όλα τα δρομάκια καθαρά, και μέσα στο λιμάνι τα καίκια και τις ψαρόβαρκες να λικνίζονται ελκυστικά, συνειδητοποιήσαμε πόσο όμορφη είναι η απλή ζωή του τόπου αυτού, που κυλά αργά και νωχελικά, ανεπηρέαστη από την εξέλιξη της τεχνολογικής εποχής με την οποία δεν νοιώθει την ανάγκη να συμπορευτεί.
Δεν είχαμε κανένα πρόβλημα προσαρμογής στους ρυθμούς της Ύδρας. Κι όταν το μεσημέρι πήγαμε για φαγητό με ένα καίκι σε κάποια αμμουδιά λίγο πιο πέρα από το λιμάνι, στο λεγόμενο Μαντράκι, αισθανθήκαμε μιαν ανεξήγητη αλλά καλοδεχούμενη ξεγνοιασιά. Αμερικάνοι, Κινέζοι, Ρώσοι, Ευρωπαίοι και όλοι οι άλλοι της ομάδας μας γίναμε ξανά παιδιά. Τραγουδήσαμε, χορέψαμε, αστειευτήκαμε και γελάσαμε με την καρδιά μας σαν να ήμασταν φίλοι που γνωριζόμασταν από χρόνια πολλά.
Για εμένα προσωπικά το ταξίδι στην Ύδρα είχε ιδιαίτερη σημασία και για άλλους λόγους. Το όμορφο αυτό νησί ήταν ένας από τους σταθμούς από τους οποίους πέρναγε πάντα το πλοίο που για μια οκταετία με πηγαινοέφερνε στις Σπέτσες, όταν ήμουνα μαθητής στην Αναργύριο και Κοργιαλένιο Σχολή. Τουλάχιστον τρεις φορές τον χρόνο, τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και το καλοκαίρι που διακόπτονταν τα μαθήματα, έπαιρνα το πλοίο της γραμμής από τις Σπέτσες και γύρναγα στο πατρικό μου σπίτι στην Αθήνα. Μετά το τέλος βέβαια όλων αυτών των διακοπών, με το ίδιο πλοίο επέστρεφα στις Σπέτσες. Τώρα που το καλοσκέφτομαι αν έχω κάνει σωστά την πρόσθεση, στα μαθητικά μου εκείνα χρόνια, πρέπει να πέρασα από την Ύδρα πάνω από 48 φορές. Αλλά ποτέ δεν πάτησα το πόδι στο έδαφός της γιατί πάντοτε βιαζόμουνα να φτάσω στον προορισμό μου για να αρχίσω είτε το σχολείο είτε τις σχολικές διακοπές.
Η πρώτη πρόσκληση που πήρα ποτέ για να επισκεφθώ την Ύδρα προήλθε από τον δημοφιλή και δραστήριο Δήμαρχό της Κωνσταντίνο Αναστόπουλο, τον οποίο γνώρισα το φθινόπωρο του 1999 στην τελετή απονομής των Βραβείων Ελληνοτουρκικής Φιλίας και Ειρήνης, Ιπεκτσί. Εκείνος είχε βραβευτεί τότε για την πρωτοβουλία του που οδήγησε στην αδελφοποίηση της Ύδρας με το όμορφο Τουρκικό θέρετρο Ερεγλί, στη Μαύρη Θάλασσα κι εγώ είχα τιμηθεί για μια σειρά ραδιοφωνικών προγραμμάτων που κρίθηκε ότι βοήθησαν κάπως στο να προωθηθεί η κατανόηση ανάμεσα στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Με αυτή την ευκαιρία λοιπόν ο κ. Αναστόπουλος κάλεσε στην Ύδρα τον Δήμαρχο του Ερεγλί, Χαλίλ Ποσμπιγίκ και όλους τους άλλους που κέρδισαν τα Βραβεία Ιπεκτσί της χρονιάς εκείνης για να περάσουνε μια μέρα στο νησί ως φιλοξενούμενοί του. Ενώ είχα με χαρά δεχτεί την πρόσκληση, μου είχαν μάλιστα δοθεί και τα εισιτήρια του πλοίου στο χέρι, την τελευταία στιγμή κάποια εξέλιξη, πέρα από τον έλεγχό μου, με ανάγκασε να ακυρώσω τη συμμετοχή και να γυρίσω εσπευσμένα στην έδρα μου.
Το ραντεβού μου με τον Δήμαρχο των Υδραίων παρέμενε πάντα ανοιχτό. Το πραγματοποίησα τελικά, σχεδόν έξι χρόνια αργότερα, τώρα που πάτησα επιτέλους το πόδι στο βραχώδες νησί του μαζί με τους συνάδελφους από τα ξένα Μ.Μ.Ε. Στο Δημαρχείο που βρεθήκαμε, μέσα στην αίθουσα στην οποία πριν από σχεδόν δύο αιώνες είχανε συγκεντρωθεί μερικοί από τους πατέρες του σύγχρονου Ελληνικού Έθνους για να σχεδιάσουνε την Επανάσταση που τους χάρισε τη Λευτεριά, ο κύριος Αναστόπουλος μας μετέφερε νοερά στην εποχή εκείνη αφηγούμενος ιστορίες από τη συμβολή της Ύδρας στον επτάχρονο ναυτικό αγώνα που ξεκίνησε μαζί με τις Σπέτσες και τα Ψαρά το 21. Κειμήλια από τον αγώνα εκείνο είδαμε αργότερα στο Μουσείο που βρίσκεται απέναντι από τον πλούσια διακοσμημένο Καθεδρικό Ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου. Σε ένα διάλειμμα που κάναμε για να δοκιμάσουμε το παραδοσιακό Υδραίικο γλυκό που μας προσφέρθηκε, δόθηκε η δυνατότητα να ανταλλάξω λίγα λόγια με τον φιλόξενο Δήμαρχο. Εκφράσαμε και οι δύο την ελπίδα πως τώρα που αποκαταστήσαμε την επαφή δεν θα αφήσουμε να περάσουνε άλλα έξι χρόνια μέχρι την επόμενη συνάντησή μας.
Στις οκτώ παρά τέταρτο το βράδυ η ομάδα μας συγκεντρώθηκε κάτω από το παλιό ρολόι της προκυμαίας, όπως πρόβλεπε η συνεννόηση, για να αρχίσουμε τη διαδικασία της επιβίβασης στο Ιπτάμενο Δελφίνι που μας περίμενε λίγο πιο πέρα στο λιμάνι. Ήτανε η ώρα που έπρεπε πια να αποχαιρετίσουμε την Ύδρα. Το κάναμε όλοι με βαριά καρδιά. Και στη διάρκεια της διαδρομής προς τον Πειραιά οι πάντες έλεγαν και ξανάλεγαν τι κρίμα που είχαμε τόσο λίγο χρόνο στο πανέμορφο τούτο νησί. Κάθε λέξη τους έδειχνε πως η Ύδρα τους είχε κυριολεκτικά κατακτήσει.
Φωτογραφίες: Αφροδίτη Σάλας
Στιγμιότυπο 1. Η πρώτη εικόνα της Ύδρας που είδαν μόλις πάτησαν το πόδι στο νησί οι ξένοι δημοσιογράφοι.
Στιγμιότυπο 2. Ένα από τα δύο καίκια που μετέφεραν την ομάδα των ξένων δημοσιογράφων από το λιμάνι της Ύδρας στο Μαντράκι.