Γι αυτούς που πρωτοέρχονται στην Ελλάδα από τα ξένα, κανένα ταξίδι στην Αθήνα δεν μπορεί να θεωρηθεί πλήρες αν δεν συμπεριλαμβάνει επίσκεψη στην Ακρόπολη. Όπως μαθαίνουμε, οι τουρίστες που διαλέγουν την Ελλάδα σαν τόπο για τις διακοπές τους, τουλάχιστον οι προερχόμενοι από Αμερικανικές μεγαλουπόλεις, κατακλύζουνε κυριολεκτικά τους ταξιδιωτικούς πράκτορες με ερωτήσεις για τον Ιερό Βράχο πολύ πριν βγάλουν τα αεροπορικά τους εισιτήρια για το ταξίδι αυτό. Το ενδιαφέρον τους για την Ακρόπολη λέγεται πως είναι σχεδόν εξ ίσου μεγάλο με εκείνο που δείχνουν για τα Αιγαιοπελαγίτικα νησιά.
Έχοντας αυτά κατά νου, οι 40 Ελληνικής καταγωγής δημοσιογράφοι από τα Μ.Μ.Ε. του εξωτερικού, που επισκεφθήκαμε πρόσφατα την Αθήνα, θεωρήσαμε τους εαυτούς μας πολύ τυχερούς σαν είδαμε το πρόγραμμά μας να περιλαμβάνει προσκύνημα όχι σε μία αλλά σε δύο συνολικά Ακροπόλεις.
Η πρώτη ήτανε η άλλοτε περιτειχισμένη Ακρόπολη του Σουνίου, εκεί που σώζονται ακόμα σήμερα τμήματα από τον περίφημο Ναό του Ποσειδώνα. Η διαδρομή από την Αθήνα στο Σούνιο ήτανε μια οπτική απόλαυση. Είδαμε όλες τις παινεμένες παραλίες του Αλίμου, της Γλυφάδας, της Βούλας, της Βουλιαγμένης και της Βάρκιζας καθώς επίσης και τους πιο απόμακρους γραφικούς κολπίσκους που στολίζουνε την περιοχή μετά το Λαγονήσι.
Οι λίγες ραβδωτές κολώνες που απέμειναν από το Ναό του Ποσειδώνα, αυτές που ξεπέρασαν τη δοκιμασία του χρόνου κι εξακολουθούν να στέκονται στο πιο ψηλό σημείο στο ακρωτήρι του Σουνίου, μας έφεραν στη σκέψη τη χρυσή εποχή του Περικλέους, η οποία κάπου πέντε αιώνες πριν τη γέννηση του Χριστού, ενέπνεε την ανέγερση τέτοιων λαμπρών κτισμάτων. Δέος συνεπαίρνει τον επισκέπτη στο χώρο αυτό όπου στην αρχαιότητα λατρεύονταν ο Ποσειδώνας ως προστάτης των ναυτιλλομένων. Η θάλασσα στα πόδια του ιστορικού ακρωτηρίου, αυτή που σε μερικά βιβλία αναφέρεται ως «η τρικυμιώδης πάντοτε Σουνιάδα», ήτανε ήρεμη και γαλήνια την μέρα της δικής μας επίσκεψης. Κι όταν ο ήλιος ετοιμάστηκε να πέσει για να κοιμηθεί στο βάθος του ορίζοντα, το τοπίο έγινε ιδιαίτερα συναρπαστικό καθώς καθρεφτίστηκε πάνω στην κάθε λεπτομέρειά του η μαγεία των χρωμάτων της δύσης.
Ύστερα από την ευχαρίστηση που μας πρόσφερε το Σούνιο αυξήθηκε στην ομάδα των επισκεπτόμενων δημοσιογράφων η ανυπομονησία για την προγραμματισμένη επίσκεψή στην άλλη Ακρόπολη, της Αθήνας. Αλλά, όπως εξηγήθηκε σε ξέχωρο κεφάλαιο αυτού του οδοιπορικού, η επίσκεψη εκείνη αναβλήθηκε λόγω βροχής και δεν θα πραγματοποιούταν παρά μόνον αν γίνονταν κάποια αλλαγή στην ημερήσια διάταξη των δραστηριοτήτων μας. Κατόπιν πολλής και ώριμης σκέψης οι μισοί περίπου σύνεδροι αποφασίσανε να βγάλουνε από το πρόγραμμα ένα μεσημεριανό γεύμα που δίνονταν προς τιμή μας και στην στη θέση του βάλανε το προσκύνημα στην Ακρόπολη, το οποίο μόνο εκείνη την ημέρα, την τελευταία μας στην Αθήνα, μπορούσε πια να γίνει. Πήγα κι εγώ μαζί τους. Ξεκινήσαμε από το Ζάππειο και σιγά-σιγά φτάσαμε με τα πόδια στην κορυφή του Ιερού Βράχου.
Η περπατητή διαδρομή μου θύμισε τα παιδικά μου χρόνια. Σε κείνα τα μέρη τριγύρναγα με το ποδήλατο όταν ήμουνα ακόμα μαθητής γυμνασίου. Σαν φτάσαμε στα Προπύλαια, πέρασε αστραπιαία από τη θύμηση η πρώτη δική μου επίσκεψη στην Ακρόπολη. Ήμουν γύρω στα δεκαπέντε και μου είχε ανατεθεί η αγγαρεία, όπως την έβλεπα σαν άγουρο παιδί τότε, να συνοδεύσω εκεί έναν καθηγητή Ιστορίας από την Ουαλία, τον Στάνλεη Ρίτσαρτς, που είχε έρθει φιλοξενούμενος της οικογένειά μου, για να γνωρίσει την Ελλάδα. Ο Σταν, όπως τον αποκαλούσε ο μακαρίτης ο πατέρας μου, μόλις αντίκρισε τα Προπύλαια γονάτισε στο χώμα και φίλησε ευλαβικά ένα από τα σπασμένα μάρμαρα. Εγώ ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Κοίταζα πανικόβλητος τριγύρω θέλοντας να βεβαιωθώ πως δεν με είχε δει κανένας γνωστός να είμαι μαζί με αυτόν τον παράξενο άνθρωπο που φιλάει τα μάρμαρα.
Έπαιζε και ξανάπαιζε στο μυαλό μου η σύντομη αυτή σκηνή από το μακρινό παρελθόν στις αρχές του μήνα που πήγα με τους συναδέλφους από το εξωτερικό στην Ακρόπολη. Εναλλάσσονταν περιοδικά με τις σκηνές που παίζονταν εκ του φυσικού μπροστά στα μάτια μου εκείνη την ώρα και που έδειχναν ανθρώπους γεμάτους περηφάνια για την καταγωγή τους οι οποίοι ποζάριζαν, χαμογελαστοί, με μια απαστράπτουσα χαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους και συνεπαρμένοι από έναν αχαλίνωτο ενθουσιασμό, μπροστά στα μνημεία, θέλοντας να αποθανατίσουνε τη χειροπιαστή γνωριμία με την ένδοξη κληρονομιά τους. Πάνω σε αυτή την εναλλαγή, αυθόρμητα και χωρίς να σκεφτώ γιατί, γονάτισα κι εγώ, σαν τον Σταν, σε ένα σπασμένο μάρμαρο και μάζεψα από δίπλα του λίγο χώμα να το έχω μαζί μου εδώ που ζω.
Καμιά φορά, χρειάζεται να μείνει κανείς πολλά χρόνια μακριά από την Ελλάδα για να την εκτιμήσει και να την αγαπήσει αληθινά.
Φωτογραφίες: Αφροδίτη Σάλας
1. Σουζάνα Παπαβασιλείου, δημοσιογράφος και παραγωγός του κρατικού ραδιοτηλεοπτικού δικτύου Γερμανίας, Λόρι Ιωάννου, Αρχισυντάκτης του Αμερικανικού περιοδικού Φόρτσουν, Ελένη Γκέητζ, δημοσιογράφος της εφημερίδα Νιού Γιόρκ Τάημς, ΗΠΑ και η Αφροδίτη Σάλας, τηλεπαρουσιάστρια του Γκλόμπαλ Νιούζ Καναδά μπροστά από τον Ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο. 2. Φάνης Φρανγκής, εκπρόσωπος της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνίας, Αφροδίτη Σάλας, τηλεπαρουσιάστρια του Γκλόμπαλ Νιούζ Καναδά και η Ιωάννα Δημητρίου, δημοσιογράφος της εφημερίδας Ζίουα Ρουμανίας σε μια Αθηναϊκή ταβέρνα.
2. Φάνης Φρανγκής, εκπρόσωπος της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνίας, Αφροδίτη Σάλας, τηλεπαρουσιάστρια του Γκλόμπαλ Νιούζ Καναδά και η Ιωάννα Δημητρίου, δημοσιογράφος της εφημερίδας Ζίουα Ρουμανίας.