ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ

Συνάντηση «στη συχνότητα της ειρήνης»


Το Χρονικό της Ελληνο-Τουρκικής Προσέγγισης
Μέρος Τρίτο

Η 11η του Νοέμβρη 1999 ήταν μια μέρα που θα μείνει βαθιά χαραγμένη στη θύμηση μου. Εκείνη την ημέρα, όπως αναφέρθηκε και στο προηγούμενο σημείωμα της σειράς, βρισκόμουν στην Αθήνα για να συμμετάσχω στην πρώτη ζωντανή σύνδεση Αθηναϊκού ραδιοφωνικού σταθμού (του εν λειτουργία τότε «Ράδιο 2000 Νιούζ») με ραδιοσταθμό της Άγκυρας (του «Ράδιο Νετ»). Στον ηλεκτρονικό αυτό διάλογο, που συντόνισα μαζί με τον Τασλάν Σουερνέμ, είχαν επίσης πάρει μέρος ο κ. Ανδρέας Πολιτάκης, Ιδρυτής του Βραβείου Ελληνο-Τουρκικής Φιλίας Αμπντί Ιπεκτσί, η κυρία Νουρ Μπατούρ, ανταποκρίτρια στην Αθήνα της Τουρκικής εφημερίδας «Μιλλιέτ», την οποία διηύθυνε ο αείμνηστος Ιπεκτσί μέχρι την ημέρα της δολοφονίας του το 1979, και οι συνάδελφοι δημοσιογράφοι Αλέκος Ρήγας, Νανά Καπετανάκου, Ιλκέρ Γκιουρέρ, Άννα Καραγιαννοπούλου και Χιούλια Πόλατ.

Η πρωτοβουλία απέβλεπε στο να δημιουργηθεί ένα είδος βήματος, από το οποίο Έλληνες και Τούρκοι πολίτες να ανταλλάσσουν ελεύθερα απόψεις μιλώντας ο καθένας στη μητρική του γλώσσα και ακούγοντας την απάντηση της άλλης πλευράς σε απ ευθείας μετάφραση πάλι στη γλώσσα του τόπου του. Επιδίωξη ήταν να έρθουν σε άμεση επαφή άτομα πού είχαν το ενδιαφέρον, αρχικά έστω και από απλή περιέργεια, να εξερευνήσουν ιδέες, συναισθήματα και προθέσεις ανθρώπων της «αντίπερα όχθης», πού λόγω της παρατεταμένης επί δεκαετίες έλλειψης ακόμα και των πιο στοιχειωδών διαπροσωπικών σχέσεων με αυτούς, πρόβαλαν στη σκέψη τους σαν να ζούσαν σε μια χώρα που βρίσκονταν πολλούς ωκεανούς μακριά. Μάλιστα ορισμένοι από τους Έλληνες και τους Τούρκους προσκεκλημένους των εκπομπών αυτών μας είπαν ότι ένοιωθαν πλησιέστερα στον Τασλάν κι εμένα, που τους μιλούσαμε τις πιο πολλές φορές από τη Ουάσιγκτον, από ότι μεταξύ τους. Η μακροχρόνια έλλειψη άμεσων επαφών ανάμεσα σε πολίτες των δύο πλευρών είχε επιτρέψει να φωλιάσουν εκατέρωθεν σοβαρές ανησυχίες για τις προθέσεις της γειτονικής τους χώρας. Ο ένας φοβόταν τον άλλον. Σύμφωνα με εκτιμήσεις ειδικών και στις δύο πλευρές, ο Ελληνικός κι ο Τουρκικός Τύπος, που ήταν η κύρια πηγή πληροφόρησης των δύο λαών, ελάχιστα είχαν ως τότε κάνει για την εκρίζωση των φόβων αυτών.

Η μεγάλη ανησυχία όμως του Τασλάν κι εμένα εκείνο το σούρουπο της 11ης του Νοέμβρη 1999 στην Αθήνα δεν αφορούσε το μέλλον των Ελληνο-Τουrκικών σχέσεων. Ήταν πως να βρούμε ταξί που θα μας πήγαινε από την περιοχή της Πλατείας Συντάγματος στο, όπως το χαρακτήρισε κάποιος, «προγραμματισμένο ραντεβού με την ιστορία» στην Λεωφόρο Κηφισίας, κάπου ανάμεσα στο Χαλάνδρι και το Μαρούσι, όπου βρίσκονταν το στούντιο του «Ράδιο 2000 Νιούζ». Πλησίαζε η ώρα που είχε ορισθεί για τη γέφυρα με το «Ράδιο Νέτ» της Άγκυρας, κι εμείς ακόμα ήμασταν στο δρόμο σε μια απεγνωσμένη αναζήτηση μεταφορικού μέσου. Όταν τελικά φθάσαμε αλαφιασμένοι στο σταθμό, και μη ρωτάτε πόσο χρόνο μας πήρε για να ξεφύγουμε από την αδιαμφισβήτητη συνωμοσία των κόκκινων φαναριών της τροχαίας, βρήκαμε εκεί να μας περιμένει ειδική αστυνομία. Ο διευθυντής του «Ράδιο 2000 Νιούζ» και από χρόνια φίλος Αλέκος Ρήγας μας είπε πως το μέτρο της περιφρούρησης λήφθηκε για κάθε ενδεχόμενο. Ένας από τους τεχνικούς του σταθμού πρόσθεσε: «Ποτέ δεν ξέρεις πώς θα μπορούσε να αντιδράσει κανένας εξτρεμιστής στο άκουσμα προγράμματος, στο οποίο χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα η Ελληνική και η Τουρκική γλώσσα». Τότε συνειδητοποίησα γιατί τα μέχρι εκείνες τις μέρες βήματα των πιο πολλών υποστηρικτών της Ελληνο-Τουρκικής προσέγγισης γίνονταν δειλά-δειλά, με κάποια δόση δισταγμού και με την ίδια προσοχή που δείχνει ένα παιδί που πηγαίνει για κολύμπι σε άγνωστη θάλασσα ή που περπατά πάνω στα αιχμηρά βοτσαλάκια του γιαλού.

Μερικοί από τους πρώτους που πήραν μέρος στις ραδιογέφυρες ήταν κάπως μουδιασμένοι. Δεν φαίνονταν όμως να τους ανησυχεί τόσο η ραδιοφωνική γνωριμία με την άλλη πλευρά γιατί ένοιωθαν μια σιγουριά την οποία παρείχε το γεγονός ότι η επαφή αυτή γίνονταν από απόσταση ασφάλειας. Επίσης γρήγορα ο διάλογος φανέρωνε πώς είχαν πιο πολλές ομοιότητες παρά διαφορές μεταξύ τους, κι αυτό το δεδομένο τους έκανε να ξεθαρεύουν. Εκείνο που τούς ανησυχούσε περισσότερο ήταν η αντίδραση της δικής τους πλευράς, των συμπατριωτών τους, στην συμμετοχή αυτή. Δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να δημιουργήσουν τη λανθασμένη εντύπωση πως ο διάλογός τους με την άλλη πλευρά θα μπορούσε να σημαίνει παράλληλα μείωση του ενδιαφέροντος και της αγάπης για την πατρίδα τους. Το θέμα της κάθε εκπομπής ήταν πάντα προκαθορισμένο, αλλά ο διάλογος ανάμεσα στους συμμετέχοντες δεν είχε περιορισμούς. Ήταν αυθόρμητος, ειλικρινής, αφιλτράριστος, ενθουσιώδης, μερικές φορές αποκαλυπτικός και συναρπαστικός και πάντα δημόσιος, μια και μεταδίδονταν ζωντανά από το ραδιόφωνο. Κανείς δεν προσπάθησε να τον υποβάλει σε οποιασδήποτε μορφής λογοκρισίας. Εμείς, σαν συντονιστές των εκπομπών, απλώς διασφαλίζαμε να κυλά η συζήτηση ομαλά, να είναι κόσμια και εξισορροπημένη και να κρατά το ενδιαφέρον του ακροατή τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία. Τις ξεκινήσαμε με το σκεπτικό ότι ένας τέτοιος διάλογος θα μπορούσε να ενισχύσει τις σχέσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές και να τις βοηθήσει να βρουν λύσεις στα προβλήματά τους. Ένα από τα πρώτα θέματα που εξετάσθηκαν στις ραδιογέφυρες ήταν η προσφορά στην υπόθεση της Ελληνο-Τουρκικής προσέγγισης προσωπικοτήτων όπως οι Υπουργοί Εξωτερικών των δύο χωρών κύριοι Γιώργος Παπανδρέου και Ισμαήλ Τζεμ. Οι δύο αυτοί αξιωματούχοι, κατά κάποιο τρόπο φαίνονταν να ασκούν, τουλάχιστον εκείνη την εποχή, μια ιδιαίτερη γοητεία στους οπαδούς της συναδέλφωσης που αποτελούσαν, ως επί το πλείστον, το ακροατήριο των ηλεκτρονικών διαλόγων μας τόσο στη μία όσο και την άλλη πλευρά του Αιγαίου. Μερικοί ακροατές, αν και ουδέποτε μας είπαν τί ακριβώς περίμεναν από τους κυρίους Παπανδρέου και Τζεμ για να δοθεί οριστικό τέλος στις διαφορές ανάμεσα στις δύο χώρες, εν τούτοις εκδήλωναν μεγάλη εκτίμηση, θαυμασμό ακόμα και αγάπη για τους δύο υπουργούς, τους οποίους και αποκαλούσαν με τα πρώτα τους ονόματα, «ο Γιωργάκης» και «ο Ισμαήλ», σαν να μιλούσαν για παληούς καλούς φίλους ή για μέλη της οικογένειάς τους.

Η απήχηση των ραδιογεφυρών αυξανόταν συνεχώς καθώς προσθέτονταν στο κύκλωμα των συμμετεχόντων κι άλλοι σταθμοί όπως το Ράδιο Τεγκερετέ της Κωνσταντινούπολης, το Ράδιο Σίτυ Ιντερνάσιοναλ της Θεσσαλονίκης και το Ράδιο Εγκέ (Αιγαίο) της Σμύρνης. Η αλήθεια είναι πως ουδέποτε τα προγράμματα αυτά πέρασαν στον κατάλογο των πιο δημοφιλών εκπομπών στην Ελλάδα ή την Τουρκία. Έστω κι έτσι όμως, η Αθηναϊκή εφημερίδα «Το Παρόν», σε σημείωμα που δημοσίευσε την Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2000, ανέφερε πως δύο από τις ραδιογέφυρες μας συμπεριλαμβάνονται ανάμεσα στις δέκα δραστηριότητες, που συνέβαλαν περισσότερο στο λυώσιμο του πάγου στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Κι ο Σμυρνέος ραδιοσχολιαστής, Ογκέ Μπασάκ, σε άρθρο του, που στις 22 Μαρτίου 2000 διοχετεύθηκε μέσω του Ίντερνετ σε ολόκληρο τον κόσμο, εξήρε τη «Φωνή της Αμερικής» επειδή, όπως είπε, με τους ηλεκτρονικούς διαλόγους της «φέρνει Έλληνες και Τούρκους στη συχνότητα της Ειρήνης».

(Ημερομηνία μετάδοσης: Τετάρτη, 6 Φεβρουαρίου 2002)

XS
SM
MD
LG