ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ

«Χαίρετε και να μείνετε φίλοι»


Το Χρονικό της Ελληνο-Τουρκικής Προσέγγισης
Μέρος Δέκατο

Στις δύο τελευταίες ημέρες του Οκτώβρη 1930 οι ηγέτες της Ελλάδας και της Τουρκίας Ελευθέριος Βενιζέλος και Κεμάλ Ατατούρκ αποφάσισαν να θεμελιώσουν μια καινούργια αρχή στις σχέσεις ανάμεσα στους λαούς τους, παρά το ότι ήταν ακόμα νωπά στη θύμηση όλων τα αιματηρά γεγονότα από τον πόλεμο του 22 στη Μικρά Ασία. Είπε τότε ο Ατατούρτ: «Τα ζωτικά συμφέροντα Ελλήνων και Τούρκων βρίσκονται σε πλήρη αρμονία». Και ο Βενιζέλος συμφώνησε λέγοντας: «Είμαι εις θέσιν να γνωρίζω πόσο πολύτιμος είναι δια τους Έλληνας η φιλία του Τουρκικού λαού, ο οποίος αντίστοιχον αποδίδει εκτίμησιν εις την φιλίαν των Ελλήνων». Ακολούθησαν σχεδόν πενήντα, ως επί το πλείστον, άκαρπα χρόνια μέχρις ότου είχαμε το ταξίδι ειρήνης του Αμπτί Ιπεκτσι στην Αθήνα το 1979 και τη δολοφονία του, είκοσι μέρες αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Η πρόταση του Ανδρέα Πολιτάκη για τη δημιουργία Βραβείου στη μνήμη του Ιπεκτσί σημάδεψε ένα νέο ξεκίνημα στις Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις το οποίο στήριξαν ηθικά και οικονομικά οι εφημερίδες «Ελευθεροτυπία» της Αθήνας και «Μιλλιέτ» της Κωνσταντινούπολης. Από τον κ. Πολιτάκη μαθαίνουμε πως η ιδέα του έγινε θεσμός χάρις στην συμβολή των «εφημεριδάνθρωπων» Χρήστου Τεγόπουλου, Σεραφείμ Φυντανίδη και Λούη Δάνου της «Ελευθεροτυπίας» από τη μία και Αϋντίν Ντογάν και Μουσταφά Γκιουρσέλ της «Μιλλιέτ» από την άλλη.

Αναλυτές και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου επισημαίνουν πως η υπόθεση της Ελληνοτουρκικής προσέγγισης άρχισε να εμφανίζει την πιο ουσιαστική πρόοδο της στην εποχή λίγο μετά την υπόθεση Οτσαλάν, οπότε το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας ανέλαβε ο Γιώργος Παπανδρέου. Ακολούθησε η Νατοϊκή επιχείρηση εναντίον της Γιουγκοσλαβίας, κατά τη διάρκεια της οποίας Ελληνικές και Τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις ενέτειναν τη συνεργασία τους για την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας σε όσους την είχαν ανάγκη, κι έπειτα ήρθαν οι σεισμοί του Αυγούστου και του Σεπτεμβρίου 1999 που οδήγησαν στην πρωτοφανή εκδήλωση αμοιβαίων αισθημάτων συμπάθειας και αλληλεγγύης για την οποία μιλήσαμε σε προηγούμενα σημειώματα. Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε, με συγκατάθεση της Ελλάδας, να εξετάσει την προοπτική ένταξης της Τουρκίας στους κόλπους της, και στις αρχές του 2000 οι Υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας αντάλλαξαν επισκέψεις κατά τις οποίες υπέγραψαν ιστορικές διμερείς συμφωνίες.

Ο Αλί Τουϊγκάν, στην ομιλία του της 2ας Νοεμβρίου 2001 εξέφρασε την άποψη ότι όλα όσα έγιναν στα τελευταία δύο χρόνια στον τομέα της Ελληνο-Τουρκικής προσέγγισης επιτεύχθηκαν «διότι οι λαοί μας και οι κυβερνήσεις μας έδειξαν σοβαρή βούληση στο να μην παραδώσουν τις σχέσεις μας σε συμπτώσεις και σε μια ανεξέλεγκτη πορεία αλλά έγιναν οι κυρίαρχοι στις σχέσεις μας» προς αμοιβαίο όφελος των δύο χωρών. Για εκείνους που αναρωτιούνται για «τα άλλα θέματα», τα θέματα που παραμένουν αδιευθέτητα, ο κ. Τουϊγκάν παραδέχθηκε ότι «υπάρχουν, όπως ακριβώς ήταν πριν από δέκα, είκοσι χρόνια» αλλά εκτίμησε ότι «είναι προσωρινά». Το ίδιο προσωρινά ήταν σε άλλες, παλαιότερες, εποχές και ορισμένα από τα θέματα που διευθέτησαν η Αθήνα και η Άγκυρα στους τελευταίους 24 μήνες. Όπως παρατήρησε: «Εάν είμαστε σύμφωνοι ότι το κλίμα έντασης δεν συμβάλλει στη λύση των προβλημάτων και ότι αντίθετα η γαλήνη και η συνεργασία διευκολύνουν το γεφύρωμα απόψεων, τότε μπορούμε να πούμε ότι οι σχέσεις μας σημειώνουν βελτίωση». Ο κ. Τουϊγκάν υπέδειξε ένα τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να διευκολυνθεί η συνέχιση της κοινής προσπάθειας για συναδέλφωση. Ο τρόπος αυτός, όπως τον ανέπτυξε, «είναι ως Τούρκοι και Έλληνες να τοποθετούμε τον εαυτό μας στη θέση της άλλης πλευράς, όταν αξιολογούμε σε κάθε επίπεδο και τομέα τις σχέσεις μας, τα προβλήματα και τις εξελίξεις». Καταλήγοντας ο τέως πρέσβης της Τουρκίας στην Αθήνα επεξήγησε: «Εάν αναπτύξουμε μια τέτοια συνήθεια, εάν μπορέσουμε να γίνουμε ειλικρινείς και να ασκηθούμε σε αυτό το πνεύμα, για το οποίο δεν χρειάζεται να πληρώσουμε αντίτιμο, θα φθάσουμε με ταχύτερο ρυθμό σε κοινά επίπεδα και θα έχουμε έτσι τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουμε το όραμα του Αμπτί Ιπεκτσί».

Στο τέλος της ομιλίας του χειροκροτήθηκε θερμά από το ακροατήριο, στο οποίο εκτός του Ακαδημαϊκού κ. Αθανασιάδη και του κ. Πολιτάκη βρίσκονταν επίσης πολλές διακεκριμένες μορφές, αντιπροσωπευτικές ολόκληρου του Ελληνικού πολιτικού φάσματος, συμπεριλαμβανομένων του Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών κ. Τάσου Γιαννίτση, του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και τότε Υπουργού Γεωργίας κ. Γιώργου Ανωμερίτη, του τέως Πρωθυπουργού και Αρεοπαγίτη κ. Ιωάννη Γρίβα, του ηγετικού στελέχους της αριστεράς κ. Λεωνίδα Κύρκου, του άλλοτε Υπουργού Εξωτερικών κ. Μιχάλη Παπακωνσταντίνου και του επίσης τέως Υπουργού Εξωτερικών κ. Γιώργου Παπούλια, που είναι και Αντιπρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής των Βραβείων Ιπεκτσί. Τον οικονομικό, επιχειρηματικό και καλλιτεχνικό κόσμο της Ελλάδας εκπροσώπησαν στην τελετή ο Διοικητής της Εθνικής Τράπεζας κ. Θεόδωρος Καρατζάς, ο συγγραφέας Τάσος Αναγνώστου, ο σκηνογράφος Γιάννης Ανεμογιάννης, ο ζωγράφος Γιάννης Μιγάδης, ο μουσικολόγος Στάθης Ουλκέρογλου, ο εφέτης Θανάσης Παπαθανασόπουλος, ο σκηνοθέτης του κινηματογράφου Θανάσης Ρέντζης, ο συγγραφέας Σοφιανός Χρυσοστομίδης, ο επιχειρηματίας Βένος Ζαχαριάδης και τα ακούραστα στελέχη της Μόνιμης Γραμματείας των βραβείων Αγγελική Μαρμαρινού και Χρήστος Αναστασόπουλος.

Ο λόγος για τον οποίον όλες αυτές οι προσωπικότητες χειροκρότησαν τον κ. Τουϊγκάν είναι επειδή τα λόγια του αντικατόπτριζαν και πολλές δικές τους απόψεις. Με το ίδιο πνεύμα άλλωστε είχαν μιλήσει στην ίδια τελετή τόσο ο κ. Κύρκος που εξέφρασε χαρά για το ότι «τόσοι σημαντικοί άνθρωποι τιμώνται για το έργο τους υπέρ της αμοιβαίας κατανόησης και αγάπης των δύο λαών», όσο ο κ. Παπακωνσταντίνου, που τόνισε πως «πρέπει να τερματισθούν οι αντιθέσεις μεταξύ των δύο χωρών» όσο και ο κ. Αθανασιάδης, που υπογράμμισε ότι «συμφέρει» την Ελλάδα και την Τουρκία «η ανάπτυξη της φιλίας των δύο πλευρών». Σε προγενέστερες περιπτώσεις κι άλλοι γνωστοί παράγοντες της Ελληνικής πολιτικής σκηνής είχαν μιλήσει με θέρμη υπέρ της Ελληνο-τουρκικής φιλίας, όπως για παράδειγμα ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και πιο πρόσφατα ο νυν Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Όπως μας δήλωσε ο Δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης Αλί Μουφφίτ Γκιούρτουνα, τον Σεπτέμβρη του 1999, που ήρθε στην Αθήνα για να συμπαρασταθεί στους σεισμόπληκτους, τον δέχθηκε ο κ. Κωστής Στεφανόπουλος στο Προεδρικό Μέγαρο κι εκεί του είπε: «Έχετε κάνει μια σημαντική αρχή. Έχετε ανατρέψει την επίσημη διπλωματία. Η δουλειά σας δεν είναι εύκολη αλλά πρέπει να την συνεχίσετε. Συνεχίστε να βαδίζετε στον δρόμο της ειρήνης».

Εξελίξεις που σημειώθηκαν έκτοτε, συμπεριλαμβανόμενων των συσκέψεων αυτής της εβδομάδας στην Κωνσταντινούπολη, δείχνουν πως και η «επίσημη διπλωματία» των δύο χωρών έχει αρχίσει να συμπορεύεται αποφασιστικά προς την ίδια κατεύθυνση. Όπως δήλωσε ο Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας κ. Γιάννης Μαγκριώτης στις 11 Φεβρουαρίου, «η σημερινή συγκυρία είναι καλή» για να επιδιωχθεί η διευθέτηση διαφορών με την Άγκυρα. Και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κ. Χρήστος Πρωτόπαπας είπε την ίδια μέρα πως η επιδίωξη αυτή έχει σαν απώτερο στόχο «να δημιουργηθεί ένα κλίμα καλής γειτονίας και συνεργασίας με την Τουρκία». Παράλληλα, στην άλλη πλευρά, ο κ. Ισμαήλ Τζεμ προειδοποιούσε τον Τύπο «να ενεργήσει υπεύθυνα και να μη προκαλέσει εμπόδια» στη νέα διαδικασία η οποία ελπίζεται να οδηγήσει σε επίλυση διαφορών, «αλλά και εάν δεν συμβεί αυτό», πάλι η διαδικασία, κατά την έκφρασή του, «δεν μπορεί να έχει ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις». Λίγες μέρες αργότερα, στις 13 Φεβρουαρίου, 2002 ο Τούρκος Αναπληρωτής Υπουργός Εμπορίου κ. Κιουρσάντ Τουζμέν υπέγραψε στην Αθήνα μνημόνιο για τη βελτίωση της οικονομικής συνεργασίας ανάμεσα στη χώρα του και την Ελλάδα.

Η προοπτική πως οι δύο πλευρές θα συναντηθούν αργά ή γρήγορα και σε πολλά άλλα σημεία «σύμπτωσης» ή, για να χρησιμοποιήσω ένα πιο σύγχρονο όρο, σε πολλά άλλα σημεία «σύγκλισης», είναι που δίνει θάρρος κι ελπίδα στους Έλληνες και Τούρκους υπέρμαχους της ειρηνικής συνύπαρξης. Για πολλούς από αυτούς η μεγάλη δυσκολία δεν έγκειται στην εξεύρεση καινούργιων τρόπων για το χτίσιμο της αλληλοκατανόησης με την άλλη πλευρά αλλά συνίσταται στο πως θα ξεπεραστούν μερικές από τις αντιλήψεις του παρελθόντος που επίμονα κράτησαν τις δύο χώρες σε απόσταση επί πολλές δεκαετίες.

Υπάρχουν πολλά, πάρα πολλά, ίσως χιλιάδες, πρόσωπα στην Ελλάδα και την Τουρκία που έχουν το καθένα τους προσθέσει και κάποιο λιθαράκι στο οικοδόμημα της προσέγγισης. Δεν ήταν δυνατόν να τα αναφέρω όλα ονομαστικά αν και η προσφορά ορισμένων από τα πρόσωπα αυτά μπορεί να είναι εξ ίσου μεγάλη ή και μεγαλύτερη από εκείνη των κατονομαζομένων. Ελπίζω να με συγχωρέσουν για την παράλειψη που δεν έγινε για να υποβιβασθεί η συμβολή τους αλλά οφείλεται στο ότι εγώ προσωπικά δεν έχω στοιχεία για τη δράση τους, στο μικρό αρχείο που δημιούργησα στον τόπο όπου ζω κι εργάζομαι, την μακρινή για εσάς Αμερική. Έγραψα τούτο το χρονικό με βάση τα όσα είδα κι άκουσα σαν δημοσιογράφος στα αναρίθμητα ταξίδια που έκανα στην Ελλάδα, την Τουρκία και την Κύπρο, μαζί με τον συνάδελφο Τασλάν Σουερντέμ στα τελευταία πέντε χρόνια. Όπως λοιπόν συμβαίνει με κάθε δημοσιογραφικό χρονικό που στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε προσωπικές μαρτυρίες και εμπειρίες έτσι κι αυτό το ντοκουμέντο είναι αναπόφευκτα ελλιπές. Δεν έχω όμως καμιά αμφιβολία πως κάποια μέρα θα γραφτεί ένα πληρέστερο από τους ιστορικούς.

Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους τους πολίτες των δύο πλευρών του Αιγαίου οι οποίοι επέτρεψαν στον Τασλάν κι εμένα να μπούμε στη ζωή τους και να παρακολουθήσουμε από κοντά τις προσπάθειες που κατέβαλαν και εξακολουθούν να καταβάλουν για να ρίξουν τα τείχη της προκατάληψης και να χτίσουν γέφυρες συναδέλφωσης. Χαιρόμαστε που τους γνωρίσαμε κι είναι τιμή για μας που μας επέτρεψαν να συνδεθούμε με το αποκλειστικά δικό τους μεγάλο επίτευγμα της Ελληνο-Τουρκικής προσέγγισης.

Δανείζομαι για το κλείσιμο τούτου του σημειώματος την τελευταία φράση που άκουσα από το στόμα του Αλί Τουϊγκάν. Είναι πέντε απλές λέξεις που νομίζω όμως ότι εμπερικλείουν ολόκληρη τη φιλοσοφία του διπλωμάτη από την απέναντι ακτή του Αιγαίου αντικατοπτρίζοντας παράλληλα και τα αισθήματα όλων όσων καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνδέθηκαν με την προσπάθεια για Ελληνο-Τουρκική προσέγγιση. «Χαίρετε και να μείνετε φίλοι».

(Ημερομηνία μετάδοσης: Παρασκευή, 15 Φεβρουαρίου 2002)

Σημείωση Αρχισυντάκτου:

Ο Γ. Μπίστης και ο Τ. Σουερντέμ τιμήθηκαν με το «Βραβείο Επικοινωνίας Ιπεκτσί» στις 2 Νοεμβρίου, 2001. Στη φωτογραφία αυτή είναι μαζί με τον Υπουργό Γεωργίας κ. Γ. Ανωμερίτη στον οποίο απονεμήθηκε «Ειδικό Βραβείο Ιπεκτσί».

Προγράμματα της «Φωνής της Αμερικής» που διευθύνει ο κ. Μπίστης παρουσιάζονται από το Ράδιο ΣΚΑΙ και Ράδιο ΑΝΤΕΝΝΑ στην Αθήνα και από άλλους συνεργαζόμενους σταθμούς στην Ελλάδα, την Κύπρο, τη Βόρεια Αμερική και την Αυστραλία.

Γράψτε μας τα σχόλιά σας για τα σημειώματα της σειράς του Χρονικού στην διεύθυνση: gbistis@voanews.com

XS
SM
MD
LG