Το Χρονικό της Ελληνο-Τουρκικής Προσέγγισης
Μέρος Έκτο
Παρέα με τον συνάδελφο Τασλάν Σουερντέμ επισκέφθηκα την Κύπρο από τις 6 μέχρι τις 10 του Νοέμβρη 1997 για μια σειρά συνεντεύξεων με τους ηγέτες των δύο κοινοτήτων του νησιού αλλά και με απλούς πολίτες από τους οποίους συχνά μαθαίνει κανείς συναρπαστικές ιστορίες για τη ζωή ενός τόπου. Προερχόμενοι από την Κρήτη, όπου μόλις είχε ολοκληρωθεί η ιστορική Διάσκεψη Κορυφής Κρατών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, στην οποία σφίξανε για πρώτη φορά τα χέρια αρκετοί παλαιοί ανταγωνιστές της Βαλκανικής, θέλαμε, όπως ήταν φυσικό, να δούμε κατά πόσο μερικοί από τους σπόρους συμφιλίωσης που έσπειρε η διάσκεψη αυτή είχαν μεταφερθεί από τους ανέμους της αλλαγής και στο νησί της Αφροδίτης.
Ξέραμε βέβαια και οι δύο πολύ καλά ποιο ήταν το πρόβλημα του νησιού και στο οδικό ταξίδι μας από τη Λάρνακα, σημείο εισόδου στην Κύπρο, μέχρι τη Λευκωσία, την πρωτεύουσα όπου θα περνούσαμε το βράδυ, υπήρχαν αρκετά έκδηλα σημάδια της διαίρεσης που προκάλεσε η εισβολή του 74. Στα εδάφη αριστερά του αυτοκινητοδρόμου που ακολουθούσε το αμάξι μας κυμάτιζαν σημαίες της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ στη δεξιά μεριά μας εμφανίζονταν συχνά-πυκνά σε απόσταση μακρινή Τουρκικές σημαίες. «Εκεί αρχίζουνε τα κατεχόμενα» μας πληροφόρησε ο οδηγός. Εκείνο το βράδυ στη Λευκωσία συναντηθήκαμε με διάφορες προσωπικότητες των δύο κοινοτήτων, απλούς πολίτες που αγωνίζονταν να χτίσουν γέφυρες φιλίας μεταξύ τους. Θυμάμαι πως ανάμεσά τους ήταν η κ. Καίτη Κληρίδη, κόρη του προέδρου της Δημοκρατίας και βουλευτής η ίδια, η ποιήτρια κ. Νεσέ Γιασίν και η κ. Μαρία Χατζηπαύλου. Στις συνεντεύξεις που μας έδωσαν μίλησαν για τις «πολλές και εξαιρετικά μεγάλες δυσκολίες» στις οποίες προσέκρουαν οι προσπάθειές τους αλλά παράλληλα τόνισαν και την αποφασιστικότητά τους να συνεχίσουν το έργο που άρχισαν γιατί πιστεύουν ότι η προσέγγιση είναι η μόνη πραγματική επιλογή του τόπου. Μέχρι και σήμερα είναι πιο εύκολο για Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους να συναντιόνται στην Αμερική και την Ευρώπη παρά μέσα στην ίδια την πατρίδα τους. Την άλλη μέρα, ύστερα από διευθετήσεις που είχαμε κάνει και με τις δύο πλευρές, ο Τασλάν κι εγώ ξεκινήσαμε για την Πράσινη Γραμμή που τις χωρίζει. Το ταξί μας άφησε σε κάποιο σημείο μέχρι το οποίο επιτρεπόταν να πάει. Υπήρχαν μεγάλες απαγορευτικές πινακίδες που προειδοποιούσαν πως από εκεί και πέρα μόνο αυτοκίνητα του ΟΗΕ και ξένων διπλωματικών αποστολών μπορούσαν να προχωρήσουν. «Είσαστε βέβαιοι πως θέλετε να συνεχίσετε;» ρώτησε ο ταξιτζής και όταν πήρε καταφατική απάντηση μας είπε: «Θα πιάσετε με τα πόδια αυτό το δρόμο μπροστά μας μέχρι να φτάσετε στο πρώτο φυλάκιο, το δικό μας, το Ελληνοκυπριακό. Εκεί θα σας σταματήσουν για έλεγχο και θα σας δώσουν νεώτερες οδηγίες. Γεια σας και καλή τύχη». Αφού τον πληρώσαμε, έστριψε κι έφυγε. Βάλαμε πορεία προς την κατεύθυνση που μας είχε δώσει ο οδηγός. Πρέπει να ήταν όμως κάποια επέτειος ή κάτι το ασυνήθιστο είχε γίνει γιατί ο μικρός δρόμος μπροστά μας ήταν κατακλυσμένος από καμιά τριανταριά διαδηλωτές και λίγες μαυροφορεμένες γυναίκες. Κράταγαν στα χέρια φωτογραφίες προσφιλών τους προσώπων που είτε σκοτώθηκαν είτε αγνοούνται από τα χρόνια της εισβολής. Με λυγμούς μας εκλιπαρούσαν να γυρίσουμε πίσω. Δεν μπορούσαν να διανοηθούν τι θα θέλαμε να βρούμε στην άλλη πλευρά που να μην ήταν σε θέση να μας το προσφέρει η δική τους. Ο διοικητής του τελευταίου Ελληνοκυπριακού σταθμού ελέγχου πριν την Πράσινη Γραμμή, στην περιοχή του άλλοτε αρχοντικού ξενοδοχείου Λήδρα Πάλλας, που μετατράπηκε λόγω της τοποθεσίας του σε κέντρο διερχομένων του ΟΗΕ, κοίταξε προσεκτικά τα χαρτιά μας και μας είπε πως μπορούσαμε να προχωρήσουμε. Γρήγορα ο Τασλάν κι εγώ βρεθήκαμε σε ένα χώρο γεμάτο από συρματοπλέγματα, σάκους με άμμο και μεγάλα αδειανά βαρέλια πετρελαίου που με διάφορους συνδυασμούς σχημάτιζαν οδοφράγματα. Πίσω μας στέκονταν και μας έβλεπαν Ελληνοκύπριοι φρουροί, δεξιά κι αριστερά μας υπήρχαν δύο-τρεις κυανόκρανοι που μπαινόβγαιναν στο Λήδρα Πάλλας και μπροστά μας Τούρκοι ή Τουρκοκύπριοι στρατιώτες παρακολουθούσαν την κάθε μας κίνηση μέχρι που φτάσαμε στον δικό τους σταθμό ελέγχου. Καμιά δημοσιογραφική αποστολή στον Τουρκοκυπριακό τομέα δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί πλήρης αν δεν συμπεριλάμβανε και συνάντηση με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη κ. Ραούφ Ντενκτάς. Μας καλωσόρισε στην έπαυλη του με χαμόγελα κι ευδιαθεσία. Μας ρώτησε τι καφέ θα θέλαμε να μας φτιάξει και όταν του είπα ότι στο σπίτι του δεν είχα αμφιβολία πως θα μας πρόσφερε τον καλύτερο Τούρκικο καφέ που υπάρχει στον κόσμο, ενθουσιάστηκε, με χτύπησε φιλικά στην πλάτη και μου έδωσε μια από τις πιο καλές του πολυθρόνες να καθίσω. Αν και δεν υπήρχε πάντα ταύτιση απόψεων μεταξύ των τριών μας πάνω στα θέματα που συζητήσαμε, εν τούτοις η συνέντευξη με τον κ. Ντενκτάς βγήκε πολύ καλή και χρήσιμη. Ο ίδιος αποδείχθηκε εξαίρετος οικοδεσπότης. Το απόγευμα ο διευθυντής του ιδιωτικού καναλιού Γκέντζ Τι-Βι, Ερτάν Μπιριντζί, αφού μας ξενάγησε πρώτα στον τηλεοπτικό σταθμό του, όπου ανταλλάξαμε απόψεις με συναδέλφους όπως η Σερπίλ Εσάτ κι ο Χουσεήν Γιουκσέλ, μας πήγε για καφέ στην Κερύνεια που είχα να την δω από πριν το 74. Πολλά πράγματα παρέμεναν ίδια. Το αεράκι που φύσαγε από τη θάλασσα ήτανε φρέσκο κι απαλό όπως το θυμόμουνα σε πιο παλιούς καιρούς, το μεγάλο πέτρινο κάστρο συνέχιζε να δεσπόζει επιβλητικά στην είσοδο του λιμανιού, τα γραφικά σπίτια και μικρομάγαζα της παραλίας εξακολουθούσαν να καθρεφτίζουν όλη τη γνωστή ομορφιά τους στην επιφάνεια της ήρεμης θάλασσας. Ίδιες έμοιαζαν να είναι και οι βαρκούλες που βρίσκονταν δεμένες εκεί. Ακόμα κι οι άνθρωποι που συναντήσαμε στην προκυμαία και τα σοκάκια δεν έδειχναν να είναι πολύ διαφορετικοί από εκείνους «της άλλης πλευράς». Φαίνονταν όμως και οι αλλαγές, οι δραστικές, που επήλθανε στο τελευταίο τέταρτο του περασμένου αιώνα. Στις βαρκούλες του λιμανιού ανέμιζαν Τουρκικές σημαίες και οι διαβάτες γύρω μας μίλαγαν όλοι την Τουρκική γλώσσα. Λίγο πριν τη δύση του Ήλιου, όπως είχαμε συμφωνήσει, ξαναπεράσαμε την Πράσινη Γραμμή και γυρίσαμε πίσω στην «ελεύθερη περιοχή», όπως την αποκαλούν οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοί της. Την άλλη μέρα το απόγευμα θα είχαμε συνέντευξη με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Γλαύκο Κληρίδη αλλά ο τόπος της συνάντησής μας μαζί του έμελλε να ορισθεί γιατί το πρόγραμμα του ήταν πολύ γεμάτο και δεν μπορούσε να υπολογισθεί εύκολα τι ώρα θα τελείωνε από ορισμένες άλλες ανειλημμένες υποχρεώσεις. Ανέλαβε να μας εξυπηρετήσει ο πάντα εξυπηρετικός κ. Ανδρέας Κανάουρος, που είναι πρόεδρος της Ένωσης Κυπρίων Δημοσιογράφων και ο οποίος θα βρίσκονταν όλη εκείνη την ημέρα μαζί με τον κ. Κληρίδη. Στο μεταξύ ο Τασλάν κι εγώ, συνεχίζοντας τις επαφές μας στη Λευκωσία, επισκεφθήκαμε το «Ράδιο Πρώτο», με το οποίο συνεργάζεται η Ελληνική Υπηρεσία της «Φωνής της Αμερικής», και ενημερωθήκαμε για τις «τελευταίες εξελίξεις στο Κυπριακό» από τον Διευθυντή Ειδήσεων κ. Παύλο Παπαχριστοδούλου και άλλους συναδέλφους του εκλεκτού επιτελείου του, όπως η Έλλη Κοτζαμάνη. Είχε προγηθεί επίσκεψη στο γραφείο του τότε κυβερνητικού εκπροσώπου κ. Μανώλη Χριστοφίδη, ο οποίος ξέροντας για την καταγωγή του Τασλάν φρόντισε κι έφερε μαζί του μια μικρή πιατέλα με «Πελουζέ» για να τον τρατάρει. Ήταν μια χειρονομία που καταγοήτευσε τον Τούρκο συνάδελφο. Μάθαμε, μεταξύ άλλων από τον κ. Χριστοφίδη πως το «Πελουζέ» μπήκε ανάμεσα στα αγαπημένα του γλυκά από τα χρόνια πού ήταν παιδί, όταν μεγάλωνε σε μια Κύπρο στην οποία Έλληνες και Τούρκοι ζούσανε μαζί. Το τηλεφώνημα από τον κ. Κανάουρο ήρθε κατά το μεσημέρι. Βρισκότανε στην περιοχή Περιβόλια, κοντά στη Λάρνακα. «Πάρτε ένα ταξί και ελάτε» μου είπε. Ακολουθήσαμε αμέσως τις οδηγίες του και πήγαμε σε ένα μεγάλο παραθαλάσσιο κέντρο στο οποίο ο Πρόεδρος Κληρίδης παρέθετε γεύμα για να τιμήσει πολίτες που είχαν συνεισφέρει σημαντικά ποσά σε έρανο για κάποιο αγαθοεργό σκοπό. Νωρίτερα είχε κάνει μαζί τους μια μικρή κρουαζιέρα με τη θαλαμηγό του και γι αυτό σε τούτο το γεύμα ήταν απλά ντυμένος και φόραγε καπέλο καπετάνιου. Κάτσαμε κι εμείς στο τραπέζι ως προσκεκλημένοι του κ. Κανάουρου και παρακολουθήσαμε μια όμορφη παράσταση συγκροτήματος λαϊκών χορών, που έκλεψε όμως η μάλλον εκτός προγράμματος εμφάνιση του κωμικού ηθοποιού και παλιού συμφοιτητή μου Κώστα Δημητρίου, του ΘΟΚ, ο οποίος σηκώθηκε κι έκανε για χατίρι της προεδρικής παρέας μια επίδειξη χορού της κοιλιάς με καμιά δεκαριά ποτήρια γεμάτα νερό στημένα στο κεφάλι. Σαν κόπασε η πολλή φασαρία ο Πρόεδρος Κληρίδης μας έδωσε εκεί στα πεταχτά μια πολύ σύντομη συνέντευξη στην οποία μίλησε για το Κυπριακό και τις προσπάθειές του να επιτύχει δίκαιη και βιώσιμη λύση. Εγώ τον είχα ξανασυναντήσει στο παρελθόν αλλά για τον Τασλάν αυτή ήταν η πρώτη επαφή με τον Κύπριο ηγέτη και τον συγκίνησε η θερμή χειραψία που κάνανε. Όταν το αεροπλάνο μας απογειώθηκε από τη Λάρνακα για το ταξίδι της επιστροφής στην Αθήνα κοίταξα έξω από το παράθυρό μου για να συγκρατήσω ότι περισσότερο μπορούσα από το νησί της Αφροδίτης. Κι εκεί που το βλέμμα μου πλανιότανε πάνω από κάτι ηλιοκαμένα υψώματα η σκέψη μου πήγε σε μια συζήτησε που κάναμε λίγες μέρες νωρίτερα στην Λευκωσία με την Τουρκοκύπρια ποιήτρια Νεσέ Γιασίν. Η κυρία Γιασίν ήθελε να δει από κοντά το πρόσωπο «του εχθρού» στην άλλη μεριά της διαιρεμένης πρωτεύουσας. Αλλά επειδή δυσκολεύονταν να πάρει άδεια να διασχίσει την Πράσινη Γραμμή ξεκίνησε από το σπίτι της στον Τουρκοκυπριακό τομέα και πήγε στην Τουρκία, στην Κωνσταντινούπολη, από όπου έπιασε πτήση για την Αθήνα και κατόπιν άλλη για τη Λάρνακα και τέλος από εκεί φορτώθηκε εξαντλημένη σε ένα λεωφορείο που την μετέφερε στον Ελληνοκυπριακό τομέα της Λευκωσίας, στην πραγματικότητα μόνο μερικά οικοδομικά τετράγωνα μακριά από το σημείο που άρχισε το οδοιπορικό της. Μάλιστα από την ταράτσα του ξενοδοχείου της δεν αποκλείεται να μπορούσε να δει και το σπίτι της στην άλλη πλευρά του συρματοπλέγματος. Όταν τη ρωτήσαμε να μας περιγράψει πως είναι τέλος πάντων αυτό το πρόσωπο «του εχθρού» που με τόσο κόπο αναζήτησε, η κυρία Γιασίν μας απάντησε: «Δεν βρήκα κανέναν εχθρό. Όπου πήγα συνάντησα μόνο φίλους». (Ημερομηνία μετάδοσης: Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου, 2002)