ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ

Αναμνήσεις από την Αγία Πελαγία


Το χρονικό της Ελληνο-Τουρκικής Προσέγγισης
Μέρος Πέμπτο

Παρά το ότι στις δύο τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα είδαμε να εκδηλώνονται αρκετές ιδιωτικές πρωτοβουλίες για αναθέρμανση των Ελληνο-Τουρκικών σχέσεων εν τούτοις η πρώτη σίγουρη ένδειξη πως οι κυβερνήσεις στην Αθήνα και την Άγκυρα ανέπτυσσαν την πολιτική θέληση για να διερευνήσουν μαζί κατά πόσο μπορούν να διευθετήσουν έστω και μερικές από τις πιο χαμηλόβαθμες διαφορές τους, εκδηλώθηκε τον Νοέμβρη του 1997. Την εποχή εκείνη η Ελλάδα είχε αποφασίσει να διοργανώσει στο έδαφός της την Πρώτη Διάσκεψη Κορυφής Κρατών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Όταν διαβάσαμε τη σχετική είδηση ο συνάδελφός μου Τασλάν Σουερντέμ κι εγώ σκεφθήκαμε πως η πρωτοβουλία του Πρωθυπουργού κ. Κώστα Σημίτη θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύ σπουδαία εάν κατάφερνε να συγκεντρώσει μέσα στον ίδιο χώρο και χρόνο όλους τους αρχηγούς κρατών ή κυβερνήσεων από τα Βαλκάνια. Και τούτο γιατί υπήρχαν τα εξής δεδομένα: Ορισμένοι από τους Βαλκάνιους ηγέτες ήταν παλαιοί ανταγωνιστές και μάλιστα δύο από αυτούς, ο Γιουγκοσλάβος Πρόεδρος Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς και ο Πρωθυπουργός της Αλβανίας Φάτος Νάνο, ποτέ δεν είχαν έρθει σε πρόσωπο-με πρόσωπο επαφή στο παρελθόν. Δεύτερον είχε ήδη αρχίσει και συνεχίζονταν η διαμάχη της Αθήνας με τα Σκόπια γύρω από το θέμα του ονόματος του νεοσύστατου κράτους και το κλίμα δεν φαίνονταν πολύ πρόσφορο για ταξίδι του τότε Προέδρου της ΠΓΔΜ Κίρο Γκλιγκόρωφ στην Ελλάδα. Τρίτον, ο Μεσούτ Γιλμάζ, που είχε την πρωθυπουργία της Τουρκίας, ήταν, όπως λέγονταν, δυσαρεστημένος από κάτι σκληρούς και προσβλητικούς για τον λαό του χαρακτηρισμούς, που φέρονταν να είχε κάνει Έλληνας αξιωματούχος, γι αυτό και δεν ήταν σίγουρος αν θα έπρεπε να αποδεχθεί την ιστορική πρόκληση να γίνει ο πρώτος, από πολλές δεκαετίες, Τούρκος πρωθυπουργός που επισκέπτεται την Ελλάδα.

Το μεγάλο ερώτημα λοιπόν ήταν πόσοι από τους εννέα ηγέτες στους οποίους είχε σταλεί η πρόσκληση για συμμετοχή στη διάσκεψη θα την αποδέχονταν. Όταν μαθεύτηκε πως η πρόσκληση έγινε δεκτή από όλους, συμπεριλαμβανομένου του κ. Γιλμάζ, ο Τασλάν κι εγώ αποφασίσαμε να πάμε και να παρακολουθήσουμε από κοντά τα όσα έμελλε να διαδραματιστούν σε αυτή την πολλά υποσχόμενη σύνοδο κορυφής, στην Αγία Πελαγία της Κρήτης, 15-20 χιλιόμετρα από το Ηράκλειο. Μόλις φθάσαμε εκεί, στο ξενοδοχειακό συγκρότημα Καψή, συναντήσαμε πολλούς Έλληνες και Τούρκους δημοσιογράφους που είχαν ήδη στρωθεί στο κυνήγι των ειδήσεων.

Μεταξύ εκείνων που θυμάμαι ότι βλέπαμε πιο τακτικά στους διαδρόμους του δρακόντεια φρουρούμενου από ξηρά, αέρα και θάλασσα κέντρου της διάσκεψης ήταν ο Γιώργος Βλαβιανός από τον ΑΝΤΕΝΝΑ, ο Αλέξης Παπαχελάς, τότε από την «Καθημερινή», ο Νίκος Παπαχρήστου από το Ράδιο ΣΚΑΙ, η Νέλη Κατσαμπά από την ΕΡΑ, ο Στέλιος Μπερμπεράκης και ο Γιώργος Κιρμπάκης από τις εφημερίδες «Σαμπάχ» και «Ραντικάλ» αντίστοιχα, ο Χασάν Μουμίνογλου, Διευθυντής της Ελληνικής Υπηρεσίας της Τουρκικής Κρατικής Ραδιοφωνίας, ο Μεχμέτ Αλί Μπιράντ του Σι-Εν-Εν-Τέρκ της Κωνσταντινούπολης και ο αρθρογράφος της «Μιλλιέτ» Σάμι Κόχεν. Πλάι στις μεγάλες δημοσιογραφικές φίρμες δούλευαν αθόρυβα αλλά αποτελεσματικά και τρεις προσωπικότητες της τοπικής ραδιοφωνίας, οι παρουσιαστές του «Ράδιο Κρήτη» Νίκος Ψιλάκης, Κώστας Τριγώνης και Μαριάννα Κορνάρου που φιλοξενούσαν καθημερινά στις εκπομπές τους τον Τασλάν κι εμένα, όπως επίσης και άλλους επισκεπτόμενους δημοσιογράφους, σαν τον ελληνομαθή Χασάν Μουμίνογλου, παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα να διεξάγεται μια ευρεία δημόσια ανταλλαγή απόψεων πάνω στα θέματα της διάσκεψης κορυφής.

Οι συσκέψεις των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων γίνονταν κεκλεισμένων των θυρών. Οι δημοσιογράφοι κινούμασταν στον ίδιο γενικό χώρο αλλά μαθαίναμε το τι διαδραματίζονταν στις μυστικές συνόδους από επίσημους παράγοντες που μας έκαναν περιοδικά ενημερώσεις. Έτσι όμως όπως ήταν σχεδιασμένα τα πράγματα μπορούσε να περάσει κι ένα 24ωρο χωρίς να λεχθεί τίποτα το ουσιαστικό στους δημοσιογράφους, Έλληνες και ξένους, που βρίσκονταν συγκεντρωμένοι σε δύο μεγάλες αίθουσες Τύπου, εξοπλισμένες με κομπιούτερ κι ότι άλλο θα μπορούσαν να χρειασθούν για τη δουλειά τους. Ο Τασλάν κι εγώ καταλάβαμε γρήγορα πως δεν μπορούσαμε να στηριχτούμε αποκλειστικά και μόνο σε ένα τέτοιο σύστημα αν ήταν να υλοποιήσουμε την πρόθεσή μας να στέλνουμε τακτικές φρέσκιες ανταποκρίσεις από τη διάσκεψη για χρήση από την Κεντρική Υπηρεσία Ειδήσεων της «Φωνής της Αμερικής», η οποία τροφοδοτούσε προγράμματα σε 53 γλώσσες με συνολικό ακροατήριο πάνω από 100 εκατομμύρια άτομα σε όλο τον κόσμο. Σκεφθήκαμε λοιπόν να ζητήσουμε μια σειρά αποκλειστικών συνεντεύξεων με παράγοντες της διάσκεψης για την εξασφάλισης του υλικού που χρειαζόμασταν.

Πρώτοι στον κατάλογο των επιδιώξεών μας μπήκανε οι πρωθυπουργοί της Ελλάδας και της Τουρκίας κύριοι Σημίτης και Γιλμάζ. Ο αείμνηστος Γιάννος Κρανιδιώτης, που ήταν τότε Υφυπουργός Εξωτερικών μας συνέστησε να βγάλουμε από τη λίστα τον κ. Σημίτη γιατί ως οικοδεσπότης, που αντιμετώπιζε όλους «τους πονοκεφάλους της διοργάνωσης» και ήταν υποχρεωμένος να βρίσκεται συνέχεια με τους προσκεκλημένους του ηγέτες, δεν θα είχε άλλη επιλογή από του να απορρίψει κάθε αίτημα για αποκλειστική συνέντευξη. Αφού έτσι είχαν τα πράγματα είπαμε να τον αντικαταστήσουμε στον κατάλογο με τον Υπουργό Εξωτερικών κ. Θεόδωρο Πάγκαλο, από τον οποίο είχα πάρει στο παρελθόν αρκετές άλλες συνεντεύξεις για διάφορα θέματα. Ο Γιάννος Κρανιδιώτης πάλι δεν φαίνονταν πολύ ενθουσιασμένος με την ιδέα. Όπως είπε, εφ όσον το θέμα θα είναι τα Ελληνο-Τουρκικά «οι πιθανότητες για τη συνέντευξη μπορεί να είναι καλύτερες αν επιδιώξετε τον Γιώργο Παπανδρέου», πού ήταν εκείνη την εποχή Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών. Τελικά υποβάλαμε ένα γενικό αίτημα που ζητούσε συνέντευξη με Έλληνα αξιωματούχο χωρίς να τον κατονομάζει κι αφήσαμε να λάβουν άλλοι την απόφαση για το ποιος θα πρέπει να είναι αυτός. Προφανώς ήτανε μια δύσκολη απόφαση. Το αίτημα εξετάζονταν επί τρεις ημέρες.

Από Τουρκικής πλευράς δεν υπήρχε κανένας σοβαρός ενδοιασμός ή και αν υπήρχε δεν γίνονταν αντιληπτός. Ο Πρωθυπουργός κ. Γιλμάζ ανταποκρίθηκε μέσα σε δύο-τρεις ώρες στο αίτημα μας και πέρασε συνομιλώντας με τον Τασλάν κι εμένα κάπου 20 λεπτά στον κήπο του ξενοδοχείου δίνοντάς μας μια κοινή συνέντευξη στην οποία ανέπτυξε τις απόψεις της Άγκυρας για το πως πήγαν οι συνομιλίες στην Αγία Πελαγία. Αν και καμία από τις δύο πλευρές δεν πέτυχε όλα όσα επεδίωκε στις συνομιλίες αυτές εν τούτοις ο κ. Γιλμάζ μίλησε με πολύ θετικά λόγια, τονίζοντας τον συμβολισμό που είχε για το μέλλον των σχέσεων Αθήνας-Άγκυρας το γεγονός ότι για πρώτη φορά από την δεκαετία του 1950 Τούρκος πρωθυπουργός πάτησε το πόδι σε Ελληνικό έδαφος. Ήταν ευδιάθετος, προσιτός και ευχάριστος. Ποζάρισε μάλιστα και για μια αναμνηστική φωτογραφία μαζί μας. Μετά τη συνέντευξη με τον κ. Γιλμάζ έτρεξα και βρήκα την κυρία Παπαδά, που διηύθυνε το κέντρο εξυπηρέτησης των διαπιστευμένων δημοσιογράφων της διάσκεψης, και η οποία πραγματικά είχε χρειαστεί να γίνει χίλια κομμάτια για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις, άλλες λογικές κι άλλες παράλογες, των εκατοντάδων εκπροσώπων των ΜΜΕ εσωτερικού και εξωτερικού. Την ενημέρωσα για το τι μας είπε ο Τούρκος πρωθυπουργός και την ρώτησα αν είχε τίποτα το νεώτερο για το άλλο μας αίτημα. «Τίποτα ακόμα» μου είπε με πολύ κατανόηση. Και πρόσθεσε: «Περιμένουμε απάντηση από ώρα σε ώρα».

Στο μεταξύ ντόπιοι συνάδελφοι που έμαθαν τα της συνάντησής μας με τον κ. Γιλμάζ άρχισαν να μας ρωτούν τις εντυπώσεις του για την Κρήτη. Τους απαντήσαμε ότι φάνηκε να του άρεσε πολύ το νησί και πως χάρηκε την παραμονή του σε αυτό. Ο διευθυντής του Ράδιο Κρήτη και από χρόνια φίλος Βασίλης Σκουταράς, που μόλις είχε μπει στο πηγαδάκι της συζήτησης, παρατήρησε χαριτολογώντας: «Ας ελπίσουμε ότι δεν του άρεσε και τόσο πολύ η Κρήτη κι έρθει καμία μέρα να μας την πάρει». Κι ο Βασίλης Σκουλάς, ο μεγάλος λυράρης του νησιού, ήρθε σε κέφι και μας τραγούδησε μαντινάδες που σκάρωσε για την περίπτωση. Οι μαντινάδες του παρότρυναν τους στρατιώτες των δύο πλευρών να βάλουν από ένα λουλούδι στις κάνες των όπλων τους και να στήσουν χορό μαζί.

Την άλλη μέρα το μεσημέρι, λίγο μετά τη λήξη της διάσκεψης κορυφής, άκουσα την κυρία Παπαδά να με φωνάζει σε ένα διάδρομο. «Εγκρίθηκε το αίτημά σας. Συγχαρητήρια. Πηγαίνετε αμέσως στο λόμπι του ξενοδοχείου. Σας περιμένει ο κ. Παπανδρέου για τη συνέντευξη που ζητήσατε. Γρήγορα όμως γιατί φεύγει για Αθήνα». Κοίταξα βιαστικά τριγύρω αλλά ο Τασλάν δεν βρίσκονταν πουθενά. Για να μη χαθεί η ευκαιρία έτρεξα αμέσως με ένα φορητό μαγνητόφωνο που κρατούσα και πήρα τη συνέντευξη για λογαριασμό και των δυο μας. Στο δρόμο σκέφτηκα για μια στιγμή πως ίσως κάτι να ήξερε ο Γιάννος Κρανιδιώτης, που από την αρχή μας έσπρωχνε προς την αυτή την κατεύθυνση, αλλά μέσα σε εκείνο τον αγώνα ταχύτητας για να προλάβω τον κύριο Παπανδρέου παραμέρισα τη σκέψη από το μυαλό μου. Ο Γιώργος Παπανδρέου μίλησε κι αυτός με πολύ θετικά λόγια υπογραμμίζοντας τη σπουδαιότητα που είχε η συνάντηση τόσων πολλών Βαλκάνιων ηγετών στην Ελλάδα και την προοπτική η οποία διανοίγονταν από τη συνάντηση αυτή για συνεργασία, σταθερότητα και ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή. Έτσι λοιπόν, γνώρισα τον κ. Παπανδρέου σε εκείνο τον ανύποπτο χρόνο, στον οποίο ούτε εγώ ούτε αυτός ξέραμε ότι γρήγορα θα αναλάμβανε το πηδάλιο της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αν και ο ίδιος μπορεί να γνώριζε, από τότε, πως στην περίπτωση που του δίνονταν μια τέτοια ευκαιρία θα χάραζε καινούργια πορεία για την Ελλάδα βάζοντας πλώρη προς τη θάλασσα της προσέγγισης.

(Ημερομηνία μετάδοσης: Παρασκευή, 8 Φεβρουαρίου 2002)

XS
SM
MD
LG