Κάτω από ένα λαμπρό ήλιο εδώ στην Ουάσινγκτον, άνοιξε τις πύλες του στις 21 Σεπτεμβρίου, ημέρα της φθινοπωρινής ισημερίας, το ολοκαίνουργιο Εθνικό Μουσείο των Ινδιάνων της Αμερικής. Η συγκεκριμένη μέρα επελέγη γιατί η φθινοπωρινή ισημερία αποτελεί παραδοσιακά για τους Ινδιάνους την ημέρα ευχαριστιών προς τη Μητέρα Γη, για τα πλουσιοπάροχα δώρα που χαρίζει στους ανθρώπους.
Η τελετή εγκαινίων, στην οποία προσήλθαν χιλιάδες κόσμου ακόμα και από πολύ μακρυνά σημεία των ΗΠΑ, άρχισε με τελετουργική παρέλαση άνω των 20.000 Iνδιάνων, ντυμένων με τις πολύχρωμες ενδυμασίες και τα στολίδια τους, που εκπροσωπούσαν 400 φυλές απο όλη την Αμερικανική ήπειρο, βόρεια κεντρική και νότια, στον τεράστιο χώρο που εκτείνεται μεταξύ του Καπιτωλίου και του μνημείου του Αβραάμ Λίνκολν, το λεγόμενο Μώλ, όπου βρίσκεται και το νέο Μουσείο. Στη συνέχεια, το παραδοσιακό μουσικό συγκρότημα «Μαύρος Αετός,» που προέρχεται από το πουέμπλο Χεμέζ του Νέου Μεξικού, τραγούδησε τον ύμνο προς τη σημαία και τα λάβαρα, που παρουσίασε η τιμητική φρουρά των Χόπι.
Ο διευθυντής του Εθνικού Μουσείου των Αμερικανών Ινδιάνων, Ρίτσαρντ Ουέστ, που ο ίδιος ανήκει στη φυλή των νοτίων Σαγιέν, ντυμένος με παραδοσιακή τελετουργική στολή καμωμένη από δέρμα αντιλόπης, χάντρες από γυαλί, κεντίδια από βελόνες σκαντζόχοιρου και κάλυμμα κεφαλής από φτερά αετού, καλωσόρισε τους παριστάμενους και είπε μεταξύ άλλων, ότι επιτέλους γίνεται πραγματικότητα κάτι που έλειπε από την αμερικανική πρωτεύουσα: «Ονομάζομαι Ρίκ Ουέστ και είμαι ο πρόεδρος του μουσείου του ιδρύματος Σμιθσόνιαν για τους Ινδιάνους της Αμερικανικής Ηπείρου. H ανέγερση του μουσείου δημιουργεί ένα ισχυρό φυσικό, πνευματικό και πολιτιστικό ορόσημο για τις επόμενες γενεές, που τιμά τους πρώτους πολίτες της Αμερικανικής ηπείρου.»
Τον λόγο, στη συνέχεια, πήρε ο κ. Λώρενς Σμολλ, διευθυντής των Μουσείων του ιδρύματος Σμιθσόνιαν, ο οποίος τόνισε την σημασία - συμβολική, ιστορική και καλλιτεχνική - του νέου Μουσείου, που είναι το 18ο του ιδρύματος. Επίσης, ο πρόεδρος του Περού Αλεξάντρο Τολέντο, που παρευρέθηκε στην τελετή εγκαινίων, απηύθυνε χαιρετισμό εκ μέρους των Ινδιάνων της πατρίδας του, αφού και ο ίδιος ανήκει στη φυλή των Κέτσουα και είναι ο πρώτος δημοκρατικά εκλεγμένος ινδιάνος πρόεδρος της χώρας αυτής, καθώς και οι Αμερικανο-ινδιάνοι γερουσιαστές Μπέν Νάιτχορς Κάμπελ και Ντάνιελ Ινούγιε, οι οποίοι είχαν εισηγηθεί στην αμερικανική γερουσία την δημιουργία ενός τέτοιου μουσείου πριν από μερικά χρόνια.
Ακολούθησε εορταστικό πρόγραμμα από το συγκρότημα Μαύρος Αετός, αλλά και χορευτικές παραστάσεις από Ινδιάνους της Χαβάης, της Αλάσκας, του Περού και της πολιτείας της Νέας Υόρκης.
Γύρω στη 1:00 το μεσημέρι, το μουσείο άνοιξε επίσημα, ενώ στο γύρω χώρο άρχιζε το φεστιβάλ των Πρώτων Αμερικανών, το οποίο θα κρατήσει μία εβδομάδα και θα συμπεριλαμβάνει μουσικές παραστάσεις, αφηγήσεις παραμυθάδων, χορευτικές παραστάσεις, εκθέσεις παραδοσιακών τεχνών και συζητήσεις με τους Ινδιάνους καλλιτέχνες, επιδείξεις παραδοσιακών τεχνών και κατασκευών από μέλη φυλών. Επίσης θα μαγειρεύονται και θα σερβίρονται παραδοσιακά φαγητά και ποτά. Οι ενδιαφερόμενοι θα μπορούν να αγοράζουν κοσμήματα, ρούχα, μοκασίνια, κεραμικά, υφαντά, μουσικά όργανα και άλλα αντικείμενα, κατασκευασμένα από Ινδιάνους.
Το εντυπωσιακότατο κτίριο του μουσείου αποτελείται από μία καμπυλωτή κατασκευή 250,000 τετραγωνικών ποδιών από πωρόλιθο, στο χρώμα της άμμου, που έχει σαν στόχο να αποτίσει φόρο τιμής στους αυτόχθονες πολιτισμούς ολόκληρου του ημισφαιρίου, τους Πρώτους Αμερικανούς. Οι συλλογές του μουσείου συμπεριλαμβάνουν διακοσμητικά, τελετουργικά και χρηστικά αντικείμενα, που τονίζουν και τιμούν τις πολιτιστικές παραδόσεις και επιτεύγματα των Ινδιάνων, όσο και την καθημερινή τους ζωή που ήταν στενά συνδεδεμένη με τη γή, τα στοιχεία της φύσης και κάθε ζωντανό όν. Όμως, ο στόχος του νέου μουσείου είναι πολύ ευρύτερος από την απότιση τιμής προς το παρελθόν. Αφού οι Ινδιάνοι της Αμερικής εξακολουθούν και αποτελούν ένα ζωντανό τμήμα του πληθυσμού, το Μουσείο αποτελεί απτή μαρτυρία της συνεχιζόμενης συμβολής και ζωτικότητας των παραδόσεων των γηγενών Αμερικανών στο συνολικό γίγνεσθαι. Ετσι λοιπόν, σε ορισμένους χώρους του Μουσείου φιλοξενούνται έργα σύγχρονων Ινδιάνων καλλιτεχνών, όπως του γλύπτη Αλλαν Χάουζερ που ανήκε στην φυλή των Απάτσι και δούλευε με μάρμαρο και ορείχαλκο και του γλύπτη Τζώρτζ Μόρρισον, των Τσοπόγουα, το οποίου το μέσο έκφρασης ήταν το ξύλο.
Όπως δήλωσε ο αξιωματούχος του μουσείου Τζίμ Πέππερ Χένρυ, «το μουσείο μας δεν είναι μουσείο ανθρωπολογίας. Είμαστε μουσείο ζωντανών πολιτισμών.» Εργο αρχιτεκτόνων ινδιάνικων ριζών απο τις φυλές Μπλάκ Φούτ, Τσέροκη, Τσόκτω, Νάβαχο, Ονάιντα και Χόπι, το μουσείο κατορθώνει να συνδυάσει την πιο σύγχρονη τεχνολογία με παραδοσιακά στοιχεία και συμβολισμούς, που διέπουν την ζωή και τον πολιτισμό Ινδιάνων της Αμερικής. Για παράδειγμα, γύρω από το μουσείο, έχουν δημιουργηθεί μικροί χαρακτηριστικοί χώροι διαβίωσης των Ινδιάνων, όπως ένα μικρό δείγμα δάσους, μια μικρή έκταση με καλλιέργειες καλαμποκιού και καπνού, ένα λιβάδι που συμβολίζει τις μεγάλες πεδιάδες των κεντρικών ΗΠΑ, καθώς και ένας υδροβιότοπο και ένας μικρός καταρράκτης.
Μιλήσαμε με μερικούς Αμερικανούς Ινδιάνικης καταγωγής που συναντήσαμε στο Μώλ την ημέρα των εγκαινίων. ΟΙ περισσότεροι τόνισαν ότι είναι μεν συγκινημένοι με την δημιουργία του Μουσείου, όμως οι περισσότεροι, πιστεύουν ότι η αναγνώριση των πολιτισμών τους και των συνεισφορών τους, γίνεται 500 χρόνια πολύ αργά, όπως μας είπε ένας σεβάσμιος γέροντας της φυλής των Σιού. Ή όπως μας δήλωσε ο Άντυ Γκρός της φυλής των Ογκλάλα Λακότα Σιού: «Τα συναισθήματά μου είναι ανάμεικτα. Είναι πολύ ωραίο που βλέπουμε ότι γίνεται κάτι για να τιμήσει επιτέλους, μετά από τόσα χρόνια, αλλά υπάρχουν ακόμα πολλά προβλήματα και ανησυχίες που αντιμετωπίζουν οι αυτόχθονες Αμερικανοί και ένα μουσείο δεν πρόκειται να τα λύσει. Θα μας κάνει να νοιώσουμε καλύτερα, αλλά αυτό είναι όλο. Όμως, ελπίζουμε χάρη στο μουσείο, ο κόσμος να θυμάται ότι είμαστε ακόμα εδώ και δεν έχουμε εξαφανιστεί, ότι έχουμε ακόμα προβλήματα και δεν θα φύγουμε, θα συνεχίσουμε να είμαστε εδώ.»
Η κυρία Ρομπέρτα Κέρκ, που ανήκε στις ομοσπονδιακές φυλές των Ουώρμ Σπρίνγκ του Ορεγκον, ντυμένη με υπέροχα ρούχα, τα οποία, όπως μας είπε, τα είχε φτιάξει μόνη της, δήλωσε πολύ ευχαριστημένη και δικαιωμένη με το μουσείο: «Το βρίσκω θαυμάσιο. Ανυπομονώ να μπω μέσα να δω τα εκθέματά του. Ξέρω ότι το ετοίμαζαν εδώ και πολύ καιρό και είμαι πολύ ευτυχής που επιτέλους έγινε πραγματικότητα.»
Χαρούμενες και περήφανες ήταν και οι τρεις νεαρές ινδιάνες Μισέλ Λόκαστ, Σαρα Βων και Ερικα Στάντινγκ Ουώτερ, που ήρθαν από την Οκλαχόμα ειδικά για την μέρα αυτή: «Εκπροσωπούμε την εθνότητα των Τσεροκή από την Οκλαχόμα. Είναι μεγάλη τιμή για μάς που βρισκόμαστε εδώ και περίμενα γι αυτό όλη μου τη ζωή. Τόσες πολλές φυλές έχουν συγκεντρωθεί εδώ και αυτό είναι θαυμάσιο.»
Γεγονός είναι πως με την κατασκευή του μουσείου αυτού, κατά κάποιο τρόπο, η αμερικανική κοινωνία εκπληροί μια οφειλή της προς τους αυτόχθονες κατοίκους της μεγάλης αυτής ηπείρου που προϋπήρχαν, ήκμαζαν και ζούσαν αρμονικά με το φυσικό περιβάλλον τους, πολύ πριν την ανακάλυψη της Αμερικής από τον Χριστόφορο Κολόμβο, το 1492. Το νέο Μουσείο αποτελεί ζωντανή μαρτυρία του ότι οι Ινδιάνοι της Αμερικής εξακολουθούν να υπάρχουν, να δημιουργούν και να αποτελούν ζωτικό συστατικό της αμερικανικής κοινωνίας.