Το Χρονικό της Ελληνο-Τουρκικής Προσέγγισης
Μέρος Δεύτερο
Σκαλίζοντας λίγο το μνημονικό μου κι ανατρέχοντας σε μια δέσμη χαρτιών του αρχείου μου θυμήθηκα πως η γνωριμία με τον Αλί Τουϊγκαν έγινε στην Αθήνα, στις 11 του Νοέμβρη 1999, δηλαδή όταν υπηρετούσε ακόμη ως Πρέσβης της Τουρκίας στην Ελλάδα. Αφορμή ήταν η πραγματοποίηση, λίγες μόνον ώρες νωρίτερα, της πρώτης ζωντανής δορυφορικής σύνδεσης ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών της Ελλάδας και της Τουρκίας, που είχε διοργανωθεί με πρωτοβουλία και συμμετοχή της Ελληνικής και της Τουρκικής Υπηρεσίας της «Φωνής της Αμερικής». Μου τον σύστησε ο ομόλογός μου Τασλάν Σουερντέμ, που διευθύνει τα Τουρκικά προγράμματα του ραδιοτηλεοπτικού μας δικτύου και που βρίσκονταν κι αυτός στην Αθήνα για την ραδιογέφυρα.
Ο κ. Τουϊγκάν ήταν πολύ χαρούμενος για την επιτυχία εκείνου του, συμβολικής και ιστορικής σημασίας, ερτζιανού εγχειρήματος. Όπως μας είπε κατά τη διάρκεια δεξίωσης που παρέθεσε το ίδιο βράδυ προς τιμήν φίλων της Ελληνο-Τουρκικής προσέγγισης στην Πρεσβεία της Τουρκίας στην Αθήνα «τέτοιες πρωτοβουλίες θα πρέπει να αναλαμβάνονται πιο συχνά γιατί συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση ανάμεσα στον Ελληνικό και τον Τουρκικό λαό». Η προτροπή του αυτή, απόλυτα ευθυγραμμισμένη με παρόμοια ενθάρρυνση που είχαμε ήδη πάρει από μετριοπαθείς κύκλους στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανόμενου του τότε συντονιστή των μη-κυβερνητικών πρωτοβουλιών συναδέλφωσης, δημοσιογράφου Νικήτα Λιοναράκη, συνέβαλε στο να ενισχυθεί η αποφασιστικότητα με την οποία επιδιώξαμε τη συνέχιση των ηλεκτρονικών διαλόγων ανάμεσα σε ραδιοσταθμούς στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο κεφάλαιο που θα καλύψουμε εκτενέστερα στο τρίτο σημείωμα της σειράς του Χρονικού.
Το επόμενο βράδυ, στις 12 του Νοέμβρη 1999, πήγαμε με τον Τασλάν στην «Ταβέρνα Ακρόπολη» της Πλάκας, όπου είχαμε προσκληθεί να πάρουμε μέρος σε μια άλλη εκδήλωση των φίλων της Ελληνο-Τουρκικής προσέγγισης.Η εκδήλωση εκείνη γίνονταν για να τιμηθούν ορισμένοι επισκέπτες από την Τουρκία γνωστοί για τα φιλελληνικά τους αισθήματα, όπως ο τότε Πρόεδρος της Ένωσης Τούρκων Δημοσιογράφων Ναήλ Γκουρελί, ο καθηγητής πολιτικών επιστημών Εμρέ Κονγκάρ, η δημοσιογράφος Ζεϋνέπ Οράλ, ο Πρόεδρος της Τουρκικής Ένωσης Αρχιτεκτόνων Γιαβούζ Ονέν και η τραγουδίστρια Ήβη Ντερμαντζί.
Βρίσκονταν,επίσης, μαζί μας μέλη του Ελληνικού Πυροσβεστικού Σώματος, τα οποία τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς είχαν πάει στην Τουρκία για να βοηθήσουν στην διάσωση εγκλωβισμένων από τους καταστροφικούς σεισμούς που είχαν πλήξει τη γείτονα χώρα και μέλη της Τουρκικής Εθελοντικής Ομάδας ΑΚΟΥΤ, που με τη σειρά τους είχαν σπεύσει να βοηθήσουν τους Έλληνες σεισμοπαθείς όταν ο Εγκέλαδος χτύπησε προάστεια της Αθήνας, ένα περίπου μήνα αργότερα, στις 7 του Σεπτέμβρη 1999.
Ούτε ο Υπουργός Εξωτερικών κ. Παπανδρέου ούτε ο κ. Τουϊγκάν μπόρεσαν να παρευρεθούν στην εκδήλωση εκείνη αλλά, όπως μάθαμε, και οι δύο τους είχαν διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στο συντονισμό των λεπτομερειών που κατέστησαν δυνατή την ανάληψη έγκαιρης και αποτελεσματικής δράσης από μέρους των σωστικών ομάδων. Το έργο των ομάδων αυτών βοήθησε, περισσότερο ίσως από οτιδήποτε άλλο, στο ξεκίνημα της εποχής της «σεισμικής διπλωματίας», κατά την οποία σημειώθηκε η σημαντικότερη χαλάρωση της έντασης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία από τη δεκαετία του 1950. Όπως είπε ο Γιώργος Παπανδρέου: «Η τραγωδία αυτή (των σεισμών) μας έφερε πλησιέστερα τον ένα στον άλλον». Και κατά την έκφραση του Ισμαήλ Τζέμ: «Οι λαοί των δύο πλευρών του Αιγαίου πιθανότατα διέρχονται τώρα την πιο ασφαλή περίοδο των τελευταίων 40 χρόνων».
Αλλά, καθώς τρώγαμε στην Πλακιώτικη ταβέρνα και ακούγαμε από τα μέλη των δύο συνεργείων διάσωσης τις συναρπαστικές ιστορίες από τη δράση τους για την ανακούφιση των σεισμοπαθών, έφθασε μια είδηση πού έμελλε να αλλάξει αμέσως τη χαρμόσυνη ατμόσφαιρα. Ένας καινούργιος δυνατός σεισμός μόλις είχε πλήξει την Τουρκία! Με μιας η μουσική σταμάτησε, οι θαμώνες που χόρευαν Συρτάκι στην πίστα γύρισαν στα τραπέζια τους, τα γέλια κόπηκαν, ορισμένοι ζήτησαν «το λογαριασμό» να πληρώσουνε και φύγανε κι ένα-δυο γκαρσόνια, με μια πετσέτα στο χέρι και με φανερή νευρικότητα στην κίνηση, άρχισαν να καθαρίζουνε τα ψίχουλα από τα τραπεζομάντηλά μας αν και έκδηλα αυτό που τους ενδιέφερε περισσότερο ήταν να μάθουνε τι ακριβώς συνέβαινε, κρυφακούγοντας τις συνδιαλέξεις πελατών που ανήσυχα καλούσαν με φορητά τηλέφωνα αγαπημένα τους πρόσωπα στην Τουρκία. Οι φίλοι από την ΑΚΟΥΤ παράτησαν στη μέση το φαγητό και μας είπαν: «Πρέπει να γυρίσουμε στην πατρίδα. Μας χρειάζονται». Ένας από αυτούς ζήτησε το μικρόφωνο κι είπε μερικά λόγια για να ευχαριστήσει για τη φιλοξενία ευχόμενος καινούργια αντάμωση σε καλύτερες μέρες. Όλοι κουνήσαμε καταφατικά το κεφάλι και τους κατευοδώσαμε αμήχανα μέχρι την πόρτα του μαγαζιού δίνοντάς τους κι εμείς τις καλύτερες ευχές μας για επιτυχία στο δύσκολο έργο τους. Τι άλλο θα μπορούσε να πει ή να κάνει κανείς τέτοιες ώρες;
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα έφυγαν από το Ελληνικό δύο αεροπλάνα. Το ένα μετέφερε τα μέλη της ΑΚΟΥΤ και στο άλλο βρίσκονταν οι συνάδελφοί τους του Ελληνικού Πυροσβεστικού Σώματος. Πήγαν κι αυτοί πίσω, για δεύτερη φορά, στην Τουρκία για να βοηθήσουν με όποιο τρόπο μπορούσαν. Ήταν αυθόρμητες πράξεις σαν κι αυτήν που ώθησαν τη «Μιλλιέτ» να προβεί σε μια άνευ προηγουμένου χειρονομία ευγνωμοσύνης με τη δημοσίευση στην Ελληνική γλώσσα του μηνύματος «Σε ευχαριστώ πάρα πολύ, φίλε μου».
Την ώρα που γραφόταν τούτο το σημείωμα η τηλεόραση έδειχνε σκηνές από ένα νέο σεισμό που δόνησε την Τουρκία, μόλις πριν δύο ημέρες. Αναρωτήθηκα αν τα παληκάρια της ΑΚΟΥΤ και οι λεβέντες του Ελληνικού Πυροσβεστικού Σώματος, τα παιδιά που γνωρίσαμε εκείνο τον Νοέμβρη του 99 στην Αθήνα, θα ξανασμίξουν για να προσφέρουν από κοινού βοήθεια στους καινούργιους σεισμοπαθείς. Άκουσα πως τη φορά αυτή ίσως να μη χρειασθεί να συνδράμουν Ελληνικά συνεργεία και πως οι Τούρκοι θα τα βγάλουνε πέρα μόνοι τους. Όπως και να έχει όμως το πράγμα, το γεγονός και μόνο πως η Ελλάδα προσφέρθηκε να βοηθήσει ξανά δείχνει τα αισθήματα συμπόνοιας του λαού και της κυβέρνησής της κι αν όχι τίποτε άλλο τονώνει το ηθικό των τουρκικών σωστικών συνεργείων που τώρα ξέρουν ότι αν κάτι συμβεί και χρειασθούν οτιδήποτε θα μπορούν να στηρίζονται στους Έλληνες φίλους τους.
(Ημερομηνία ραδιοφωνικής μετάδοσης: Τρίτη, 5 Φεβρουαρίου 2002)